Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Β. Αλεξανδρής, απέστειλε στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής, τις παρατηρήσεις του Δικηγορικού σώματος επί του ν/σ Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη – Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις».
Όπως τόνιζεται στις παρατηρήσεις : “η κατάργηση των οικονομικών εμποδίων κατά την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη αποτελεί πάγιο αίτημα του δικηγορικού σώματος. Κάθε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση οδηγεί στην συρρίκνωση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών (Συντ. 20 παρ. 1)”.
Παράλληλα η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας από τον Ιουλίου του 2016 είχε επισημάνει πως “η αύξηση παραβόλων και τελών -ενδεικτικά η θεσμοθέτηση «αναβολόσημου» (άρθρα 35, 36, 37 του ν/σ) και η αύξηση του ποσού των μεγαρόσημων (άρθρο 42)- λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού παρεμποδίζει την ευχερή πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, κυρίως δε, θίγει τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα” .
Επιπλέον το δικηγορικό σώμα τονίζει πως “η διάταξη για το «αναβολόσημο» είναι ισοπεδωτική αφού –ενδεικτικά- αγνοεί τόσο τον λόγο της αναβολής, όσο και την δικονομική θέση του αιτούντος.
Όσον αφορά στην κατάργηση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και την μείωσή του στις εργατικές διαφορές (άρθρα 33 & 34), επισημαίνεται ότι συνιστούν δικαίωση πάγιας θέσης και αιτήματος του δικηγορικού σώματος. Είναι αυτονόητο, όμως, ότι δεν πρέπει να επιβληθούν, πολύ δε περισσότερο να αυξηθούν -εν είδει δημοσιονομικού αντίμετρου- τα υφιστάμενα παράβολα, τέλη και λοιπά έξοδα της δικαστικής διαδικασίας, όπως συμβαίνει με πλείονες διατάξεις που αφορούν όλες τις δικαιοδοσίες (άρθρα 35 – 42). Παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις επέρχεται μείωση των παραβόλων και τελών (π.χ. μείωση του παραβόλου μήνυσης και πολιτικής αγωγής, μείωση του υποχρεωτικώς προκαταβαλλόμενου ποσοστού επί του κυρίου φόρου από 50% σε 20% στις εφέσεις επί φορολογικών διαφορών), το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα είναι άγνωστο διότι εξαρτάται από τον όγκο των υποθέσεων ανά κατηγορία και δικαιοδοσία, στοιχεία που δεν χορηγήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (βλ. Υπ’ αριθ. 402/22/2016 Έκθεση ΓΛΚ, σελ. 27).
Εξάλλου, απαράδεκτη κρίνεται η διάταξη κατά την οποία μπορεί να επιβάλλεται αυξημένη δικαστική δαπάνη όταν ο δικαστής κρίνει την έκταση του δικογράφου υπερβολική (άρθρο 14). Τούτο διότι παρεμποδίζεται, έτσι, η ελευθερία κατά την ενάσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου, ο οποίος εμπραγματώνει, για λογαριασμό του εντολέα του, το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη”.
Αντίθετα οι δικηγόροι αποτιμούν θετικά τη “διάταξη του άρθρου 52 του νομοσχεδίου για τη συμμετοχή δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων σε αρχαιρεσίες συλλογικών οργάνων (σε συνδικαλιστικές οργανώσεις κ.λπ.). Οι δικηγόροι -οι οποίοι ασκούν παρόμοια καθήκοντα στο πλαίσιο των εθνικών εκλογών- παρέχουν πράγματι, εχέγγυα διασφάλισης του αδιάβλητου των αρχαιρεσιών και ενίσχυσης των δημοκρατικών διαδικασιών”. Σε αυτήν την διάταξη ωστόσο αντιδρούν οι δικαστικοί λειτουργοί.