«Όχι» είπε το Συμβούλιο της Επικρατείας και συγκεκριμένα το Δ´ τμήμα του στην πώληση του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, στην “Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ” (ΕΕΣΥΠ), κρίνοντας την αντισυνταγματική.
Ωστόσο, λόγω της αντισυνταγματικότητας και της σπουδαιότητας του όλου θέματος και οι δύο υποθέσεις παραπέμφθηκαν προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας «πάτησε» πάνω σε παλιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας οι οποίες είχαν κρίνει πως δεν μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν οι δύο κρατικές εταιρείες ύδρευσης (1906/2014 Ολομ. και άλλες).
Οι σύμβουλοι Επικρατείας της αυξημένης, 7μελούς, σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ, με τις υπ΄ αριθμ. 1223/2020 και 1224/2020 σημερινές αποφάσεις τους (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Όλγα Παπαδοπούλου), έκριναν ότι είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων κατοίκων και άλλων, ότι οι διατάξεις του άρθρου 191 του ν. 4389/2016, με τις οποίες ανατίθενται εξουσίες στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ, παραβιάζουν το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας, ομόφωνα έκριναν ότι «ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. δύναται να ασκείται όχι μόνο ευθέως από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και εμμέσως από αυτό, δια της παρεμβολής άλλου νομικού προσώπου. Τούτο όμως είναι επιτρεπτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παρεμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται, ως προς τις εξουσίες που διαθέτει σε σχέση με τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ [δια της κατοχής της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου], στις ουσιαστικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από το Σύνταγμα σε σχέση με την παρεχόμενη συγκεκριμένη υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός, κατέχει το μετοχικό του κεφάλαιο και, αφετέρου, ελέγχει πλήρως τα όργανα διοίκησής του, δια του διορισμού, ιδίως, των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου».
Σε άλλο σημείο των δικαστικών αποφάσεων, υπογραμμίζεται ότι ο ν. 4389/2016, όπως ισχύει, διαγράφει εξαιρετικό καθεστώς για τις δημόσιες επιχειρήσεις εν γένει, όπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 185 παρ. 2, 197 παρ. 6 και 7 και 201 παρ. 9 του ν. 4389/2016 και τον ν. 4425/2016, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, προβλέπονται ειδικότερες δεσμεύσεις για τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και της ΕΥΑΘ Α.Ε., η οποία δεν επιτρέπεται, να “ιδιωτικοποιηθεί” κατ’ ουσίαν».
Δεν παραλείπουν, ομόφωνα μάλιστα, οι σύμβουλοι Επικρατείας να επισημάνουν, ότι σύμφωνα με το νόμο 4389/2016 μετά την μεταβίβαση των μετοχών στην ΕΕΣΥΠ, ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ έφυγε από το Ελληνικό Δημοσίου και περιήλθε στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, μέσω των μελών τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ.
Ενδεικτικά, ομόφωνα οι αποφάσεις του ΣτΕ, υπογραμμίζουν:
«Με τις ρυθμίσεις του ν. 4389/2016 δεν διασφαλίζεται ο έλεγχος του Ελληνικού Δημοσίου επί του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, η οποία κατέχει ποσοστό 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Και τούτο διότι το Διοικητικό Συμβούλιο της που, αφενός, έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διαχείριση της Εταιρείας θέματα και, αφετέρου, ασκεί τα δικαιώματα ψήφου της ΕΕΣΥΠ στις θυγατρικές της, διορίζοντας, μεταξύ άλλων, τα όργανα διοίκησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, δεν ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση της ΕΕΣΥΠ, δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ειδικό συλλογικό όργανο, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ. Τα μέλη δε του Εποπτικού Συμβουλίου δεν ορίζονται από το Δημόσιο, αλλά με συναπόφαση του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ενεργούντων από κοινού, αφετέρου.
Η απαιτούμενη, σύμφωνα με τον νόμο, συναίνεση του υπουργού Οικονομικών για τα επιλεγόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ δύο μέλη δεν αναιρεί την αποφασιστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ ως προς την εκλογή όλων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, εφόσον ακόμη και για τα τρία μέλη που εκλέγονται από το Ελληνικό Δημόσιο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΕΜΣ».