Δραματική αριθμητική ανατροπή φαίνεται πως πυροδότησε για τον πληθυσμό της Ελλάδας η οικονομική κρίση, που πλήττει από το 2010 τη χώρα. Η συρρίκνωση των γεννήσεων, η αύξηση των θανάτων και η αρνητική μετανάστευση, αναδεικνύουν το δημογραφικό της Ελλάδας σε μέγα εθνικό θέμα.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, μόνο το διάστημα 2011-2017 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 355.000 ανθρώπους . Αν το δημογραφικό δεν αντιμετωπισθεί με την υπευθυνότητα που απαιτείται για το «νούμερο 1» εθνικό πρόβλημα, ο πληθυσμός της Ελλάδας, το 2050, μόλις που θα αγγίζει τα 10 εκατομμύρια ανθρώπων. Κι ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Eurostat, το 2080, με 7,2 εκατομ. ανθρώπους, η Ελλάδα θα αποτελεί το μικρότερο (σ.σ. και επισφαλέστερο (;)) τμήμα της ΕΕ.
Η έρευνα – κόλαφος για το δημογραφικό
Η έρευνα με τίτλο «Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν», που υπογράφει η νομικός Ήρα Έμκε- Πουλοπούλου, διδάκτορας του πανεπιστημίου του Παρισιού, μέλος της Ακαδημίας Επιστημόνων της Νέας Υόρκης και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών, υπό την αιγίδα της οποίας, άλλωστε, τελεί η έκδοση, είναι «κραυγή αγωνίας».
«Στόχος του βιβλίου είναι να αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού βρίσκονται “υπό διωγμόν”, υφίστανται, δηλαδή, συστηματική υποβολή σε ταλαιπωρίες, που έχουν οδηγήσει ή θα καταλήξουν στο μέλλον στην απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, από την οικογένειά τους, από τη δουλειά τους, από τους φίλους τους, ακόμη και από τη ζωή» σημειώνει χαρακτηριστικά η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συμπυκνώνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας ως εξής: «Οι δημογραφικοί δείκτες εξελίσσονται με βραδύ ρυθμό και βελτιώνονται με ακόμη βραδύτερο. Αν, όμως, η στρατηγική που έχει ως στόχο την αύξηση των γεννήσεων, την επιβράδυνση του ρυθμού γήρανσης, τον περιορισμό της αποδημίας, δεν εφαρμοστεί ΤΩΡΑ, τα προβλήματα του πληθυσμού θα εκδικηθούν εκείνους που τα αγνοούν!».
Σε… εικόνες
Στην έκδοση των 734 σελίδων, «προϊόν έρευνας τριών χρόνων», που φιλοξενεί αποκωδικοποιώντας δεκάδες στατιστικούς πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT και εικονογραφείται από το σκωπτικό πενάκι του Σπύρου Ορνεράκη, παρατίθεται λεπτομερειακή χαρτογράφηση του ελληνικού πληθυσμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις κατά καιρούς οικονομικο-πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες από το 1828 έως σήμερα, αλλά κυρίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Η κ. Έμκε – Πουλοπούλου εξηγεί ότι το δημογραφικό εμφανίστηκε στη δεκαετία του ΄80, επομένως προϋπήρχε της κρίσης, αλλά επιδεινώθηκε κατά τη διάρκειά της, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Ελλάδας να μειώνεται, να αλλοιώνεται και να γερνάει με ταχύτερο από τον αναμενόμενο ρυθμό.
«Οι απογραφές αποκάλυψαν ότι έως και τις αρχές του 21ου αι. ο πληθυσμός της χώρας αυξανόταν διαρκώς, ακόμα και στις ανώμαλες περιόδους, που γνώρισε το ελληνικό έθνος» λέει και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, το 1828, πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Ελλάδα «μετρούσε» 753.000 ανθρώπους, οι οποίοι το 2011 έφτασαν τους 10,9 εκατομμμύρια. Το 2011 αντιστοιχούσαν 104 γυναίκες σε 100 άνδρες και στην περίοδο 1951-2011 μειώθηκε στο μισό ο πληθυσμός των νέων 0-14 χρόνων (από 28,8% σε 14,5%) και σχεδόν τριπλασιάστηκε η αναλογία των ηλικιωμένων στον πληθυσμό (από 6,7% σε 19,5%). Αλλά, στην περίοδο της κρίσης, ο ρυθμός γήρανσης επιταχύνεται. Η μέση ηλικία του πληθυσμού από 30 έτη το 1951 φτάνει τα 43,5 το 2014!».
Επιπλέον, την περίοδο 2001-2011 καταγράφεται μικρή μείωση στους άγαμους και στους έγγαμους, αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των διαζευγμένων και λιγότερων των χήρων/χηρών, ενώ παρατηρείται μεγάλη αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών, μικρότερη αύξηση των νοικοκυριών 2-3 ατόμων και μείωση των νοικοκυριών 4 ατόμων. Είναι, δε, εντυπωσιακή η μείωση των πολύτεκνων οικογενειών.
Η αναλογία θανάτων – γεννήσεων
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, την περίοδο 2011-2016, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 115.479 άτομα (γεννήσεις 692.592 / θάνατοι 808.071). Η μικρή αύξηση των γεννήσεων (κατά 1.051 παιδιά), που καταγράφηκε το 2016 οφείλεται κατά 77% σε γεννήσεις από γυναίκες πρόσφυγες, που δεν θα μείνουν στην Ελλάδα. Σε έξι χρόνια, δε, χάθηκαν πολύ περισσότερα άτομα από τις γεννήσεις ενός έτους (π.χ. το 2016, 93.698 γεννήσεις).
Έως το 2010, οι άνθρωποι που έρχονταν στην Ελλάδα ήταν περισσότεροι από εκείνους που την εγκατέλειπαν
Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα (2018) η χώρα, εκτός από την υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων, οφείλεται στο φαινόμενο της «αρνητικής μετανάστευσης», γεγονός που έχει ως συνέπεια τη μείωση του ελληνικού πληθυσμού, κάθε χρόνο, σε απόλυτο αριθμό.
Τα στοιχεία που παρατίθενται στην ογκώδη έκδοση οδηγούν στο σχεδόν αδιαπραγμάτευτο συμπέρασμα πως ό,τι κατάφερε με κόπο η Ελλάδα να κερδίσει στα χρόνια της «ευμάρειας», όταν -έτσι κι αλλιώς- τα νέα ζευγάρια δύσκολα έπαιρναν την απόφαση για 2ο και 3ο παιδί, το έχασε μέσα στα οκτώ χρόνια της κρίσης! Το δημογραφικό από εθνικό θέμα εξελίχθηκε σε εφιάλτη.
Τι φταίει για το δημογραφικό;
Όπως αναφέρει η ερευνήτρια, για το θέμα των αιτίων και των επιπτώσεων των δημογραφικών εξελίξεων, οι παράγοντες για τη δυσμενή εικόνα του πληθυσμού είναι πολλοί, αλλά «πρωταρχική θέση κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέχει η ανεργία, η επισφαλής απασχόληση και η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος. Μετά το 2013 παρατηρείται μείωση της ανεργίας με ταυτόχρονη μείωση της πλήρους απασχόλησης και αύξηση της μερικής. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι καταργούνται οι “καλές” θέσεις εργασίας με ικανοποιητικό μισθό, εξασφάλιση και εργασιακά δικαιώματα, ενώ αυξάνονται οι “ευέλικτες μορφές απασχόλησης”, ανασφάλιστες με πολύ χαμηλούς μισθούς και ενίοτε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας». Ως εκ τούτου, η αύξηση της ανεργίας των νέων ανδρών και γυναικών και η απασχόληση σε δυσβάστακτο περιβάλλον αποτελούν αιτία μείωσης της γαμηλιότητας και της γεννητικότητας και αύξηση της αποδημίας, γιατί όσοι της υφίστανται, κυρίως όσοι έχασαν τη δουλειά τους, δεν αποφασίζουν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά και όσοι έχουν προσόντα επιλέγουν τη μετανάστευση».
Υπάρχει… και πιο κάτω!
Η κ. Έμκε – Πουλοπούλου χτυπάει τον κώδωνα κινδύνου. «Το δημογραφικό πρόβλημα θα επιδεινωθεί» τονίζει και εξηγεί: «Η εντυπωσιακή μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η εκτόξευση της αποδημίας θα καταλήξουν σε μεγάλη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας μας και σε αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων».
Θα αυξάνεται ο πληθυσμός άνω των 65 ετών σε βάρος των ηλικιών 0-14
Στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει αντιστροφή της δημογραφικής… κατρακύλας της χώρας, η ερευνήτρια απαντά: «Πρόκειται για μία εν μέρει μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Η επί 40 χρόνια χαμηλή γονιμότητα έχει δημιουργήσει μια μικρότερη αριθμητικά γενιά γυναικών. Ακόμα κι αν οι γυναίκες αυτές αποκτήσουν περισσότερα παιδιά, θα είναι δύσκολο ο αριθμός των γεννήσεων να ξεπεράσει τον αριθμό των θανάτων. Εξάλλου, θα πρέπει να περάσουν 25-30 χρόνια, ώστε η αύξηση των γεννήσεων να δημιουργήσει τη γενιά, που θα ενταχθεί στην αγορά εργασίας και με την απασχόληση και τις εισφορές της στο ασφαλιστικό σύστημα να συμβάλει στη στήριξή του. Μέχρι ν΄ αρχίσει να εργάζεται αυτή η γενιά, θα χρειαστούν επιπλέον δαπάνες ιδιωτικές και δημόσιες για την ανατροφή και την εκπαίδευσή της».
Μια ελπίδα…
Η κ. Έμκε Πουλοπούλου κρατά για το τέλος μια μικρή δέσμη φωτός από μια χαραμάδα ελπίδας… «Υπάρχει, ωστόσο, δυνατότητα να σταματήσει η κατάρρευση και να επιβραδυνθεί ο ρυθμός γήρανσης, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την παροχή γενναίων κινήτρων για την ενίσχυση της γονιμότητας και τον περιορισμό της αποδημίας. Αλλά όχι έτσι απλά. Υπάρχει άμεση ανάγκη για μια υπεύθυνη, συντονισμένη, σοβαρή δημογραφική πολιτική, που θα έχει ως στόχο τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος, ευνοϊκού για τη δημιουργία οικογένειας, την απόκτηση παιδιών και την παραμονή των νέων στον τόπο μας.
Πρέπει, δε, να γίνει κατανοητό ότι η χρησιμοποίηση μεταναστών και προσφύγων για τη βελτίωση του δημογραφικού προβλήματος, μπορεί να οδηγήσει σε εθνική και δημογραφική αλλοίωση. Εξάλλου, οι μετανάστες προσαρμόζουν την αναπαραγωγική συμπεριφορά τους στη συμπεριφορά των γηγενών και μακροχρόνια γερνούν και αυτοί. Εκείνο που πρέπει να γίνει, είναι η δημιουργία ενός φορέα που θα συντονίζει τη στρατηγική για το Δημογραφικό, π.χ. ένα υπουργείο Οικογενειακής Πολιτικής ή ένα Γραφείο Δημογραφικής Πολιτικής της Βουλής. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική είναι η ανάπτυξη με ρυθμό τουλάχιστον 2%, ώστε να μπορεί να βοηθήσει και στη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ