Αναλυτικά οι δύο πρώην πρόεδροι του ΔΣΑ αναφέρουν στην ανακοίνωση τους : “Ο τρόπος που διενεργείται ο «διάλογος» μεταξύ των τριών πολιτειακών λειτουργιών, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, όπως βέβαια και η ποιότητα και το περιεχόμενό του, είναι δείγμα ωριμότητας μιας δημοκρατίας. Γιατί η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση αυτών των λειτουργιών όχι μόνο δεν απαγορεύει μια τέτοια αλληλεπίδραση, αλλά, αντιθέτως, την καθιστά αναγκαία για τον λειτουργικό αλληλοέλεγχο των εξουσιών και την ευρυθμία μιας συντεταγμένης Πολιτείας.
Υπάρχει όμως μια επιτακτική προϋπόθεση: Ο «διάλογος» να είναι αυστηρά θεσμικός, δηλαδή να διεξάγεται μεταξύ οργάνων και όχι προσώπων, και πάντοτε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους: με τα νομοθετήματα, τις διοικητικές πράξεις, τις δικαστικές αποφάσεις.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στη ελληνική δημόσια θεσμική σφαίρα, ιδίως το πρόσφατο χρονικό διάστημα, είναι προφανές ότι κάποιοι έχουν παρερμηνεύσει τις συνθήκες διεξαγωγής ενός τέτοιου διαλόγου, έχοντας ακράδαντα πιστέψει ότι μπορεί να είναι «καφενειακός», τηλεφωνικός ή εν γένει εξωθεσμικός.
Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες ανεπανάληπτης παρεμβατικής δραστηριότητας στο έργο της Δικαιοσύνης που άλλοτε επιχειρείται να παρουσιαστεί ως υποβοηθητική και άλλοτε ως δημιουργικά επικριτική. Υπό όλες όμως τις εκδοχές και χωρίς αναγωγή στα υποκειμενικά κριτήρια της βούλησης, είναι κατακριτέα. Γιατί προκαλείται από αναρμόδια πρόσωπα, και όχι από αρμόδια όργανα.
Οι εκτροπές των εκπροσώπων των δύο άλλων λειτουργιών δεν απαλλάσσει ασφαλώς τη Δικαιοσύνη από το βάρος της θεσμικής αναδιοργάνωσης και της αυτοκάθαρσης, όπου αυτό απαιτείται, καθώς και από την ανάγκη να υπηρετεί τη θεσμική αποστολή της και υπό το εξειδικευμένο πρίσμα της εθνικής συγκυρίας που βιώνουμε παρατεταμένα.
Δυστυχώς, στα τελευταία επτά χρόνια, τα ανώτατα Δικαστήρια της χώρας σε καίρια για τον Ελληνικό λαό θέματα, αγνόησαν τις διατάξεις του Συντάγματος. Εφάρμοσαν το «δίκαιο της ανάγκης», συρρικνώνοντας διαχρονικά δικαιώματα με αποτέλεσμα -και για το λόγο αυτό- ο Ελληνικός λαός να δυσπιστεί σε κάθε τι που βλέπει και ακούει.
Κανείς όμως δεν μπορεί να επιτρέψει, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από τον νομικό κόσμο, η αφετηρία για τη βελτίωση της Δικαιοσύνης να έχει αντισυνταγματικά ερείσματα. Με το να επικαλείται κανείς την προαγωγή ενός αγαθού παραβιάζοντάς το, όπως με το να παραβιάζει το νόμο για να προαγάγει δήθεν τη Δικαιοσύνη, καθιστά την προσπάθειά του εξ ορισμού αντιφατική και προσχηματική”.