- «Είμαι ο πατέρας του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα», είπε ο πατέρας του δολοφονηθέντος μουσικού - Σκυφτός ακούει την κατάθεση του συντετριμμένου πατέρα ο Γιώργος Ρουπακιάς στην δίκη της Χρυσής Αυγής - Πως περιέγραψε καρέ - καρέ την δολοφονική επίθεση εναντίον του παιδιού του - Η στιγμή που τον είδε να είναι πεσμένος στην άσφαλτο στην αγκαλιά της κοπέλας του
Όσο και να προσπαθήσει να περιγράψει κανείς την ατμόσφαιρα στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων την ώρα της κατάθεσης του πατέρα του Παύλου Φύσσα, Παναγιώτη, δεν φτάνουν τα λόγια. Ο συντετριμμένος πατέρας περιέγραφε όλα όσα είχε σκεφτεί και ζήσει χιλιάδες φορές στο μυαλό του από εκείνο το μοιραίο βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου όταν το παιδί του έπεφτε νεκρό από το μαχαίρι του Γιώργου Ρουπακιά.
«Μου είπε ο γιατρός ότι το παιδί κατέληξε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ρωτούσα τον Παύλο “πώς θα το πω στη μάνα σου;” Ήταν νεκρός ο γιος μου». Ο πατέρας του Παύλου Φύσσα, Παναγιώτης Φύσσας, βρίσκεται από το πρωί στο βήμα του μάρτυρα για να περιγράψει όσα έγιναν πριν και μετά το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, όταν ο γιος του έπεσε νεκρός, μαχαιρωμένος από τον Γιώργο Ρουπακιά.
Ο Παναγιώτης Φύσσας προσπαθώντας με ψυχραιμία να μιλήσει για το παιδί του και για την άγρια δολοφονία, μιλάει σιγά και κοφτά. Όπως είπε, γύρω στη 1 μετά τα μεσάνυχτα της επίμαχης νύχτας, του τηλεφώνησε ο αδελφός του και του είπε: «Τρέχα Τάκη στην Τσαλδάρη, έχουν μαχαιρώσει το παιδί. Πήρα το αυτοκίνητο και πλησιάζοντας άκουγα σειρήνες. Όταν έφτασα, είδα τον Παύλο κάτω στο πεζοδρόμιο, στην αγκαλιά της Χρύσας, με τα μάτια του γυρισμένα… Δεν είδα αίματα και κάπου ησύχασα. Πήγα στο αυτί του και του έλεγα, Παύλο, Παύλο… Πίστεψα τη Χρύσα ότι όντως έχει λιποθυμήσει».
Ο πατέρας περιέγραψε τη στιγμή που ήρθε το ασθενοφόρο και πήραν το παιδί του, για το Κρατικό της Νίκαιας.
«Το ακολουθούσα με το αυτοκίνητο κι άρχισα ν’ ανησυχώ γιατί δεν είχαν βάλει σειρήνα. Όταν φτάσαμε ρώτησα τον νοσηλευτή για το παιδί μου και μου είπε: Δεν πρόσεξα, ρώτα τον γιατρό. Μπαίνοντας μέσα είδα τον γιατρό με ένα μηχάνημα. Τον ρώτησα, μου είπε: «Το παιδί κατέληξε. Ήταν πολύ επαγγελματικό το χτύπημα. Δεν προλαβαίναμε να κάνουμε τίποτα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ρωτούσα τον Παύλο: “πώς θα το πω στη μάνα σου;”».
Ο κ. Φύσσας υποστήριξε ότι από τη στιγμή που τον πήρε τηλέφωνο ο αδελφός του, το μυαλό του πήγε στους Χρυσαυγίτες. Γιατί ήξερε πως τα τραγούδια του Παύλου Φύσσα τους ενοχλούσαν, «τους έλεγε φασίστες, απευθύνονταν σ’ αυτούς τα τραγούδια του». Όπως κατέθεσε, το επίμαχο βράδυ ο Παύλος τον είχε ρωτήσει αν θα δουν μαζί τον αγώνα του Ολυμπιακού. Κι εκείνος τού είχε αρνηθεί. Έτσι, είχε κανονίσει να πάει στην καφετέρια Κοράλλι. «Δεν ήξερα ότι εκεί ήταν άντρο… Μαζεύονταν άτομα εκεί πέρα. Ο Παύλος μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι βρήκε τραπέζι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε».
Στην κατάθεσή του, ο πατέρας του 34χρονου μουσικού αναφέρθηκε σε όσα του είπε η Χρύσα για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της δολοφονίας. Η φίλη του γιου του, όπως τόνισε ο κ. Φύσσας, του είπε πως έξω, απέναντι και διαγώνια από την καφετέρια, βρίσκονταν περίπου 60 Χρυσαυγίτες οι οποίοι φώναζαν στην παρέα του Παύλου: «κότες, θα σας σκοτώσουμε». Κοντά σ’ αυτήν την ομάδα Χρυσαυγιτών ήταν περίπου έξι αστυνομικοί. Τα παιδιά, σύμφωνα πάντα με όσα του είπε η Χρύσα, δεν μπορούσαν να φύγουν γιατί τα αυτοκίνητά τους τα είχαν αφήσει από την πλευρά που ήταν οι Χρυσαυγίτες και οι αστυνομικοί. «Επιμένω κυρία πρόεδρε, στις θέσεις της αστυνομίας, γιατί ήταν με τους πολλούς. Κι αναρωτιέμαι, γιατί δεν ήταν με τα παιδιά; Γιατί δεν τα προστάτεψαν;».
Στη συνέχεια της κατάθεσής του, ο κ. Φύσσας περιέγραψε ότι στη λεωφόρο Παναγή Τσαλδάρη μία ομάδα 20 ατόμων από τους 60, ξέκοψε και άρχισε να κυνηγά τα παιδιά που πήγαιναν πεζή. «Ο Παύλος κάποια στιγμή σταμάτησε να τρέχει και οι φίλοι του απομακρύνθηκαν. Τότε, ανά δυάδες και τριάδες, του έκαναν επιθέσεις, τον εμπόδιζαν να φύγει. Μέχρι που εμφανίστηκε ο επαγγελματίας δολοφόνος Ρουπακιάς».
Ο μάρτυρας επισήμανε ότι είδε σε βίντεο τον Ρουπακιά με το αυτοκίνητο και να παρατηρεί τις κινήσεις του παιδιού του. Δεν φαίνεται, όπως είπε, στο βίντεο η σκηνή του μαχαιρώματος. «Άκουσα να λένε ότι όταν μαχαίρωσε τον γιο μου του έστριψε το μαχαίρι. Για αυτό νομίζω πως δεν είδα αίματα. Γύρισε το αίμα προς τα μέσα. Η Χρύσα μού είπε ότι ο Παύλος σήκωσε τη φανέλα για να φανούν τα τραύματά του και υπέδειξε τον δολοφόνο. Είπε, αυτός με μαχαίρωσε».
Όση ώρα καταθέτει ο Παναγιώτης Φύσσας, ο Γιώργος Ρουπακιάς κάθεται σκυμμένος, αποφεύγοντας να κοιτάξει προς το βήμα. Νωρίτερα, πριν ξεκινήσει η κατάθεση του πατέρα του θύματος, όταν ρωτήθηκαν οι κατηγορούμενοι για τη δολοφονία για τη θέση τους έναντι της κατηγορίας, ο Ρουπακιάς απάντησε ότι αποδέχεται την ανθρωποκτονία αλλά αρνείται την εγκληματική οργάνωση. Ωστόσο, ο συνήγορος υπεράσπισής του κ. Ρουμπέκας, διευκρίνισε στο δικαστήριο ότι ο Γιώργος Ρουπακιάς δέχεται ότι ήταν ανθρωποκτονία από αμέλεια, καθ’ υπέρβαση των ορίων άμυνας. Έκανε επίσης λόγο για βρασμό, για να καταλήξει με αίτημα στο δικαστήριο για «αλλαγή της κατηγορίας από ανθρωποκτονία από αμέλεια, σε θανατηφόρα σωματική βλάβη».
Η τοποθέτηση του συνηγόρου προκάλεσε αντιδράσεις στο ακροατήριο, αλλά και μειδιάματα από την πλευρά της πολιτικής αγωγής.