Ορισμένα από τα πλουσιότερα ελληνικά μυθιστορήματα, τα οποία κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του 2023, επέλεξε το ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις καλοκαιρινές αναγνώσεις. Γενικό χαρακτηριστικό, η πολυμέρεια, οι πολλαπλές θεματικές κατευθύνσεις και η μορφολογική μέριμνα.
Αρχή με μια από τις σημαντικότερες πηγές της ελληνικής πεζογραφίας. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) δημοσίευσε την «Πάπισσα Ιωάννα» το 1866, βάζοντας στο στόχαστρο της σάτιράς του πολλαπλούς αποδέκτες. Tο μυθιστόρημα έχει κάνει πολλαπλές επανεκδόσεις, από τον καιρό της πρώτης κυκλοφορίας του μέχρι και τα χρόνια μας, και εδώ και μερικούς μήνες κρατάμε στα χέρια μας τη νέα, αναθεωρημένη και εξαντλητικά σχολιασμένη έκδοσή του, από τον Gutenberg, με επιμέλεια και προλεγόμενα του Δημήτρη Δημηρούλη.
Ο Ροΐδης χρησιμοποιεί το ιστορικό περιβάλλον της «Πάπισσας Ιωάννας» προσχηματικά: εκείνο το οποίο πρωτίστως τον απασχολεί είναι η διεφθαρμένη εξουσία της εποχής του. Βασισμένος σε μεσαιωνικά χειρόγραφα, σε ιστορικές πραγματείες και σε εκκλησιαστικές μελέτες, τις οποίες διερεύνησε εξονυχιστικά, ο Ροΐδης θα μεταφέρει τον μύθο του στον 9ο αιώνα κατά τον οποίο η Ιωάννα, που είναι κόρη Άγγλου μοναχού, θα συζήσει μεταμφιεσμένη με τον Φρουμέντιο σε μοναστήρι Βενεδικτίνων της Γερμανίας.
Όταν η μεταμφίεσή της θα γίνει αντιληπτή, το ζευγάρι θα αναζητήσει καταφύγιο στην Αθήνα, όπου ο αδελφός Ιωάννης αποκτά τεράστια φήμη για τη μόρφωση και την ομορφιά του. Ο ανήσυχος, παρόλα αυτά, χαρακτήρας της Ιωάννας θα τη σπρώξει εκ νέου σε φυγή. Προορισμός της είναι τώρα η Ρώμη και ο παπικός θρόνος. Η Ιωάννα απολαμβάνει ως πάπισσα όλες τις χαρές του θρόνου της. Ερωτεύεται, όμως, τον θαλαμηπόλο της και όταν ο λαός θα την πιέσει να κάνει λιτανεία για την απομάκρυνση των φυσικών καταστροφών που πλήττουν την πόλη, θα γεννήσει το παιδί του και θα πεθάνει αμέσως μαζί του. Ας απολαύσουμε την ειρωνική καθαρεύουσα και το σπινθηροβόλο μέχρι και σήμερα πνεύμα του Ροΐδη – μοναδικές παρακαταθήκες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Στο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ήλιος με ξιφολόγχες», εκδόσεις Πατάκη, ο αφηγηματικός χρόνος περιορίζεται στο πρώτο εξάμηνο του 1931, αλλά αρδεύεται τόσο από το κοντινό παρελθόν όσο και από το εγγύς μέλλον της ίδιας πολιτικής περιόδου. Εθνικόφρονες, εβραϊκές οργανώσεις, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αρχειομαρξιστές (τροτσκιστές), καρφιά και κατάσκοποι, οι οποίοι διεισδύουν σε όλο το προηγούμενο φάσμα, το μακρύ χέρι της Βουλγαρίας και της Ρωσίας και η αδιάκοπη σύγκρουση βενιζελικών και βασιλικών συνθέτουν το πολύτροπο ανθρωπομάνι που περνά από τις σελίδες του Σκαμπαρδώνη σε μια Θεσσαλονίκη με πλήθος εφημερίδες, πολλές γλώσσες και πολλαπλές κουλτούρες ενόσω η δράση καταλήγει στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας του Κάμπελ από την οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ ή Τρία Έψιλον) και στην πρώτη μαζική αντίδραση κατά των εβραίων στην Ευρώπη: αντίδραση που θα συνδέσει ευθέως τον φασισμό με τον αντισημιτισμό, προαναγγέλλοντας τη ναζιστική Γερμανία. Ένα βιβλίο όπου η εκρηκτική ιστορική ύλη γίνεται ένα με έναν φλογερό, αισθησιακό, αλλά και ρομαντικών αποχρώσεων έρωτα.
Με το μυθιστόρημά της «Άκου το λιοντάρι», εκδόσεις Πατάκη, η Σώτη Τριανταφύλλου εγκαταλείπει τις παλαιότερες περιπλανήσεις της σε ξένες επικράτειες, εστιάζοντας τον φακό της σε ένα σαφώς αθηναιογραφικό θέμα, που δεν είναι άλλο από τη ζωή και την εικόνα της Φωκίωνος Νέγρη κατά τη διάρκεια της τελευταίας πεντηκονταετίας. Εικόνα εξαιρετικά περίπλοκη και σύνθετη: από τη μια πλευρά, η αστική και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, αναμεμιγμένη με έναν αδιόρατο επαρχιωτισμό, από την άλλη, η παρακμή και η έκπτωση με την αδυσώπητη πάροδο του χρόνου (όπως γίνεται πάντοτε με τον χρόνο).
Τοποθετώντας το αφηγηματικό της παρόν μεταξύ 2017 και 2023, η συγγραφέας παρακολουθεί τη Φωκίωνος Νέγρη μέσα από την αποσπασματική ιστορία τριών γενεών. Ιστορία που στρέφεται γύρω από την οικογένεια των Λεοντάρηδων: του Χρήστου Λεοντάρη και της συζύγου του, των γιών του Ηλία και Σαράντη (μαζί θα δούμε τις γυναίκες τους Μυρτώ και Μάντυ), της Καρολίνας, αδελφής της γυναίκας του Χρήστου, και των παιδιών τα οποία έπονται.
Το «Πες της» (εκδόσεις Πόλις) του Χρήστου Οικονόμου είναι ένα εκτεταμένο πεζό, κάτι σαν νουβέλα ή μικρό μυθιστόρημα, που ξετυλίγει την ιστορία μιας κούριερ, μιας γυναίκας η οποία δουλεύει σε εταιρεία ταχυμεταφορών, αντιμετωπίζοντας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών της, άλλοτε στον Πειραιά και άλλοτε στα Χανιά, τα πιο αναπάντεχα συμβάντα. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι πυκνός και εξαιρετικά γρήγορος – σαν να πρέπει να συντονιστεί με τους ρυθμούς της εταιρείας στην οποία εργάζεται η πρωταγωνίστρια. Ανάλογα πυκνή είναι και η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ή μάλλον η γλώσσα της ηρωίδας του, μέσω της οποίας καλούμαστε να κατανοήσουμε όλα όσα αποκρύπτει ή ξεγυμνώνει η πλοκή: τα καθημερινά γεγονότα, τις αντιδράσεις των προσώπων, ακόμα και τους παρατεταμένους μονολόγους κάποιων εξ αυτών καθώς έρχονται σε επαφή με την κούριερ.
Η γλώσσα αποτελεί το πρωτεύον χαρακτηριστικό του βιβλίου του Οικονόμου: υποδεικνύει τις αντιδράσεις των χαρακτήρων (ακόμα κι αν οι χαρακτήρες είναι σκιώδεις), φωτίζει, χωρίς να το δηλώνει ποτέ ρητά, τον εσώτερο κόσμο των δρώντων, επινοεί χιουμοριστικούς καταλόγους παράξενων και ανοίκειων ονομάτων, περιγράφει κοινωνικά και πολιτικά σουσούμια ενώ αποκτά κατά τόπους μια υπόγεια (ποτέ περιττή ή ξέχειλη) ποιητικότητα. Μακριά από έναν στεγνό ρεαλισμό, αλλά και από κάθε απόπειρα στενής νατουραλιστικής σκιαγράφησης.
Γεννημένη το 1941 στη Θεσσαλονίκη, η Κεβή Σαρρή δημοσιεύει το πρώτο βιβλίο της σε ηλικία 82 ετών. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μελάνι, με τίτλο «Χάρις σ’ εσένα», και εκείνο που αναρωτιέται κανείς με το που ξεκινά να το ξεφυλλίζει, είναι περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Η Σαρρή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, από οικογένεια προσφύγων της Μικράς Ασίας, αλλά κατέληξε γρήγορα στην Αθήνα, όπου και έζησε έναν πολυτάραχο βίο, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950 και φτάνοντας μέχρι και τις ημέρες μας.
Το βιβλίο αποτελεί την εξιστόρηση αυτής της ζωής με μορφή διήγησης προς τον εγγονό της: κάτι ανάμεσα σε αυτοβιογραφία, ερωτικό και οικογενειακό μυθιστόρημα, ημερολόγιο και χρονικό ή μαρτυρία για τις μεταβολές μιας ολόκληρης εποχής, όπως γεννιούνται στον κοινωνικό και στον δημόσιο περίγυρο, για να περάσουν από το «εμείς» στο «εγώ» ή όπως διαχέονται, σε ανάστροφη πορεία, από το άτομο προς το συλλογικό του περιβάλλον την ώρα που καταγράφει την καθημερινότητά του στην τροχιά μιας μακράς χρονικής διαδρομής.