Το σπίτι των Μπενιζέλων, που ανεγέρθηκε πιθανότατα στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, είναι το τελευταίο σωζόμενο κονάκι στην Αθήνα και ένα από τα λίγα παραδείγματα ανάλογων αρχοντικών που σώζονται στη νότια Ελλάδα.
Στην οδό Αδριανού 96, στην Πλάκα, το αρχοντικό των Μπενιζέλων έχει γυρίσει σελίδα… Πρόκειται για το παλαιότερο σπίτι της Αθήνας, ένα επιβλητικό κτίσμα στην Πλάκα, μοναδικό σωζόμενο δείγμα αρχοντικής κατοικίας των μεταβυζαντινών χρόνων. Η ιστορική κατοικία παραχωρήθηκε στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών από το υπουργείο Πολιτισμού το 2000, και μεταμορφώθηκε σε ένα σύγχρονο βιωματικό μουσείο, με την απαραίτητη τεχνολογία.
Η κύρια φάση του κτιρίου τοποθετείται στα τέλη του 17ου αιώνα και αποτελεί ριζική ανακαίνιση παλαιότερης οικίας του 16ου – 17ου αιώνα. Ήταν το αρχοντικό της παλαιάς αριστοκρατικής αθηναϊκής οικογένειας των Μπενιζέλων. Του Αγγελου Μπενιζέλου και της Συρίγης Παλαιολογίνας με καταγωγή από το Βυζάντιο, καθώς και της μοναχοκόρης τους Ρηγούλας ή Ρεβούλας Μπενιζέλου (1520-1589).
Πρόκειται για ένα διώροφο ορθογώνιο κτίσμα, διαστάσεων 9,30×23,70 μ, με λιθόκτιστο ισόγειο και κατά βάση ξύλινη ανωδομή, το οποίο υψώνεται στο κέντρο της ιδιοκτησίας και διαθέτει δύο αυλές, τη βόρεια και τη νότια. Από το εσωτερικό του έχει κανείς άμεση πρόσβαση προς τη βόρεια περιμαντρωμένη μέχρι σήμερα αυλή, προς την οποία υφίσταται τοξωτή στοά στο ισόγειο και ξύλινο χαγιάτι στον όροφο. Προς νότο ήταν κάποτε διαμορφωμένος ο κήπος του αρχοντικού. Σε αυτόν το χώρο, όπου βλέπει και κλειστός εξώστης (σαχνισί) που προεξέχει στο μέσον της αντίστοιχης όψης του αρχοντικού, φθάνει κανείς από τη βόρεια αυλή μέσα από ένα διαβατικό. Οι πλάγιες όψεις του αρχοντικού, ανατολικά και δυτικά, ήταν κάποτε ελεύθερες, καθώς εκεί εντοπίζονται παράθυρα που έφραξαν νεώτερες οικοδομές.
Γενικά η αρχική ιδιοκτησία πρέπει να ήταν πολύ ευρύτερη. Μάλλον εμπεριείχε την περιοχή προς νότο, όπου έχει εντοπιστεί ένα μεσαιωνικό ελαιοτριβείο, ενώ το ισόγειο του κτίσματος φαίνεται πως συνεχιζόταν προς τα ανατολικά, ίσως με μονώροφο κτίσμα με ταράτσα.
Στην αυλή του αρχοντικού υπάρχει πηγάδι, ενώ στο πλάι της κτιστής σκάλας, που οδηγεί στον όροφό του, εντάσσεται νιπτήρας -πρόκειται για δύο στοιχεία που συνδέονται με τη διασφάλιση του νερού για οικιακές ανάγκες και χαρακτηρίζουν τα αρχοντόσπιτα της εποχής.
Ο όροφος, κατασκευασμένος κυρίως από ξυλόπηκτους τοίχους, συνιστά τον κύριο χώρο διαβίωσης. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν την κάτοψή του, ο οντάς (η μονάδα του δωματίου για όλες τις καθημερινές δραστηριότητες) και το χαγιάτι (ένα ανοιχτό πέρασμα προς τα δωμάτια, με καθιστικά –σοφάδες– στα άκρα του και τον ορτά-σοφά στο κέντρο του, προς νότο). Στο αρχοντικό των Μπενιζέλων υπάρχουν δύο συμμετρικά διατεταγμένοι οντάδες –χειμερινός με τζάκι και θερινός–, όπου η είσοδος γινόταν μέσα από ξύλινη διώροφη μουσάντρα, που καταλάμβανε ολόκληρη τη μία στενή πλευρά τους. Οι οντάδες διαθέτουν σειρές μικρών σχετικά παραθύρων, με φεγγίτες από πάνω τους, που έκλειναν με γύψινο διακοσμημένο υαλόφραγμα στην εσωτερική παρειά τους.
Χαρακτηριστικό των χώρων του ορόφου είναι η ευέλικτη επίπλωση και εσωτερική διαμόρφωση, που στη διάρκεια της ημέρας μπορούν να αλλάζουν για να ανταποκριθούν σε διαφορετικές ανάγκες. Οι προσεγμένες ξυλοκατασκευές και τα δείγματα ξυλόγλυπτης διακόσμησης που απαντούν σε αυτόν είναι συνήθεις στα κονάκια της περιόδου.
Τα κονάκια, όπως αποκαλούνται, παρέχουν κύρος και ασφάλεια στον ιδιοκτήτη τους. Είναι συχνά πολυδαίδαλα συγκροτήματα, των οποίων ο όροφος είναι κατά βάση ξύλινος –λιθόκτιστοι τοίχοι ορίζουν δύο ή τρεις πλευρές του κτηρίου. Τα δύο κύρια συστατικά για τη σύνθεση της κάτοψης του ορόφου τους είναι η μονάδα του δωματίου, ο οντάς, και ο ημιυπαίθριος μεταβατικός χώρος, το χαγιάτι. Επίσης, διέθεταν αυλή που ευνοούσε την υπαίθρια ζωή στο εσωτερικό της οικίας, αλλά περικλειόταν με υψηλό μαντρότοιχο που προστάτευε τον ιδιωτικό χώρο και έκλεινε απέξω τους ξένους. Στέγες με φαρδιά γείσα επιστέφουν αυτά τα κτίσματα με την πλούσια ογκοπλασία, ενώ σειρές παραθύρων και φεγγιτών διαλύουν τις όψεις τους.
Η Αθήνα διέθετε αρκετά σπίτια αυτού του τύπου ήδη στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αφού σε ελαιογραφία του Jacques Carrey (1674) με θέμα την επίσκεψη του μαρκήσιου de Nointel στην πόλη, απεικονίζονται αρκετά σπίτια με χαγιάτια στον όροφο ή με επάλληλες σειρές παραθύρων και φεγγιτών. Ανάλογα στοιχεία μας παρέχει και ο βενετός αξιωματικός Giacomo Verneda, που το 1687 απεικονίζει τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι.
Η Οσία Φιλοθέη
Με την ιστορία του κτηρίου έχει συνδεθεί από την προφορική παράδοση η Ρεβούλα Μπενιζέλου, η μετέπειτα οσία Φιλοθέη. Θεωρείται ότι έζησε στο χώρο αυτό, στα κτίσματα που προϋπήρχαν της ανέγερσης του αρχοντικού. Πρόκειται για δύο λιθόκτιστες διώροφες οικίες με κεραμοσκεπή, ίχνη των οποίων είναι ορατά μέχρι σήμερα στο κατώι του μνημείου.
Η οσία Φιλοθέη υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα του καιρού της, κάτι που αντικατοπτρίζεται στη φήμη που είχε τόσο στην εποχή της όσο και κατά τους μετέπειτα αιώνες, φήμη που απορρέει από το κοινωνικό κυρίως έργο της και που οδήγησε τελικά και στην αναγνώρισή της ως οσίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπήρξε μία από τις ελάχιστες γυναίκες νεομάρτυρες που μαρτύρησαν κατά την Τουρκοκρατία.
Η Ρεβούλα Μπενιζέλου (1545;-1589), όπως ήταν το κοσμικό όνομα της οσίας Φιλοθέης, με το είδος της δράσης της και την εμβέλεια του έργου της δεν προκάλεσε μόνο το ενδιαφέρον των συμπατριωτών της και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά απασχόλησε επιπλέον τις ανώτατες αρχές του οθωμανικού κράτους και της Βενετίας.
Γόνος μιας από τις παλαιότερες αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών, διέθετε μεγάλη περιουσία. Αφού έμεινε χήρα σε νεαρή ηλικία, αφιερώθηκε στο μοναχισμό. Ίδρυσε τη μονή του Αγίου Ανδρέα, γύρω στο 1571, –εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αθηνών– και μετόχια, στα Πατήσια, στην Καλογρέζα και στην Κέα. Το μοναστήρι της, με 100 έως 150 μοναχές, και τα μετόχια (σε ιταλικές πηγές της εποχής (h)ospedali-hospitali), παρείχαν στέγη, τροφή και περίθαλψη σε φτωχούς και ασθενείς αλλά και καταφύγιο σε σκλάβους και δυστυχείς μουσουλμάνες, οι οποίες μάλιστα συχνά ασπάζονταν το Χριστιανισμό. Αντιδρώντας στη δράση αυτή της Φιλοθέης, οι οθωμανικές αρχές προκάλεσαν βίαιη σε βάρος της επίθεση, η οποία λίγους μήνες αργότερα την οδήγησε στο θάνατο.
Χάρη στο πλούσιο κοινωνικό, φιλανθρωπικό και πνευματικό της έργο, η οσία απολάμβανε την αποδοχή των χριστιανών συμπατριωτών της, οι οποίοι –μητροπολίτης, κληρικοί και άρχοντες– την υποστήριξαν το 1583, όταν ζήτησε οικονομική βοήθεια για τη μονή της από τις ανώτατες αρχές της Βενετίας, αλλά και απηύθυναν αίτημα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μετά το θάνατό της για να αναγνωριστεί ως οσία (1598-1601).
Το αρχοντόσπιτο των Μπενιζέλων, αρχαίο μνημείο σύμφωνα με το Νόμο 3028/2002 «Για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», έχει διαμορφωθεί σε επισκέψιμο μνημείο, σε ένα μουσείο του εαυτού του, προκειμένου να αποδοθεί στο κοινό. Η μελέτη, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΜΕΕΠ/ΤΜΔΜ/Φ12/214000/115480/9581/2357/11-11-13), και το έργο για την απόδοση μουσειακής χρήσης στο μνημείο έγιναν με τη φροντίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το έργο «Ανάδειξη του αρχοντικού των Μπενιζέλων» εντάχθηκε στο Ε.Π. «Αττική 2007-2013» (ΕΥΤΟΠ/Α/ΑΤΤ77/388/29-1-14) και υλοποιήθηκε με συγχρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ. Τη μελέτη εκπόνησε το αρχιτεκτονικό γραφείο Κίζη και το έργο πραγματοποίησε η εταιρεία TETRIX S.A. Οι πληροφορίες είναι από την επίσημη σελίδα του αρχοντικού Μπενιζέλων.