Από την Καππαδοκία έως το Άγιο Όρος, την πρόταση για αγιοποίηση και τη σελίδα στο Facebook. Ποιος ήταν τελικά ο μοναχός που έγινε trend στο twitter;
Ο Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης γεννήθηκε 25 Ιουλίου 1924. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αρσένιος Εζνεπίδης. «Κοιμήθηκε» στις 12 Ιουλίου 1994.
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας (είχε οκτώ αδέρφια) γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων και η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία.
Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Παΐσιος βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως λέγεται πως είχε πει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Επόμενος σταθμός της οικογένειας ήταν η Ηγουμενίτσα και στη συνέχεια η Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και ήθελε να μονάσει. Όταν είπε την επιθυμία του στους γονείς του, η απάντηση που λέγεται πως πήρε ήταν: «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Στα εφηβικά του χρόνια εργάστηκε ως ξυλουργός. Λέγεται πως όταν κάποιος του παράγγελνε να φτιάξει φέρετρο, δεν έπαιρνε λεφτά, συμμεριζόμενος τη θλίψη της οικογένειας και τη φτώχεια της εποχής.
Το 1945 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του, τον αναφέρουν ως «ασυρματιστή του Θεού». Όταν μάλιστα, κάποιος αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής, ο γέροντας Παΐσιος απαντούσε πως οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Άγιο Όρος και ασκητική ζωή
Αφού απολύθηκε από το στρατό, το 1949, αποφάσισε να μονάσει στο Άγιο Όρος. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, για να αποκαταστήσει τις αδελφές του. Επέστρεψε το 1950. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές.
Στη συνέχεια κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου κι εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και πήγε στη Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Το 1958 πήγε στο Στόμιο Κονίτσης και για τέσσερα χρόνια έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου. Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης.
Επέστρεψε το 1964 στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Το 1966, αρρώστησε βαριά και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων.
Μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις, καθώς το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος. Το 1968 μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, ο οποίος ασκήτευε στο Σταυρονικητιανό κελλί του Τιμίου Σταυρού. Κοιμήθηκε το 1968 και ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνος για 11 χρόνια.
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και εκεί ο Παΐσιος έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα, τον επισκεπτόταν πλήθος κόσμου. Ήταν μάλιστα τόσος ο κόσμος ώστε τοποθετήθηκαν ειδικές σημάνσεις που έδειχναν το δρόμο προς το κελί του, για να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Γέροντας Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου).
Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Ευφημίας, ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του.
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του.
«Κοιμήθηκε» την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σύζυγος Μιχαλολιάκου στο twitter: «Έπρεπε να τον βιάσουν…»