Μια συμμορία «επαγγελματιών» διαρρηκτών που τα μέλη τους έκαναν χλιδάτη ζωή, ενώ δήλωναν άνεργοι, χτυπώντας επιχειρήσεις και αρπάζοντας χρηματοκιβώτια, εξάρθρωσε η Ασφάλεια μετά από έρευνες πολλών μηνών.
Μέσα από τη δικογραφία για τη συμμορία που «ξάφριζε» χρηματοκιβώτια και την οποία παρουσιάζει το newsit.gr, αποκαλύπτεται όλη η δράση της ομάδας που χρησιμοποιούσε ως δόλωμα γυναίκα, για να μαθαίνει από μέσα λεπτομέρειες για την εταιρεία που έβαζαν στο μάτι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μάλιστα, από ένα χτύπημα το καλοκαίρι σε πολύ γνωστό κατάστημα της Παλλήνης κατάφεραν να βγάλουν σε μία νύχτα περισσότερα από 120.000 ευρώ.
Όπως γράφει το διαβιβαστικό: «Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανέκυψαν από την έρευνα, οι κατηγορούμενοι, έχοντας συναποφασίσει τη διάπραξη πλημμελημάτων και κακουργημάτων, ενώθηκαν και συνέστησαν επιχειρησιακά δομημένη ομάδα, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό, με αποτέλεσμα να προβούν στη διάπραξη ταυτοποιημένης διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής.
Για την επίτευξη του σκοπού τους, τα μέλη της υπό έρευνα ομάδας κινούμενοι με όχημα ιδιοκτησίας ενός εκ των μελών της, προσέγγισαν το σημείο όπου έλαβε χώρα η κλοπή και στη συνέχεια διαχωρίστηκαν κατά μόνας και κατά ομάδες, αποκτώντας ο καθένας το ρόλο του, πριν, κατά τη διάρκεια και έως ότου αυτή περατωθεί»
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το κόλπο
Τι όμως συνέβη τη νύχτα 12ης Ιουλίου στο κατάστημα της λεωφόρου Μαραθώνος στην Παλλήνη: «Συγκεκριμένα, κατά την τέλεση της εγκληματικής πράξης, ένα από τα μέλη παρέμεινε έξωθεν και
πλησίον του σημείου της πράξης, εκτελώντας χρέη «τσιλιαδόρου», ώστε σε περίπτωση που τα υπόλοιπα
μέλη γίνονταν αντιληπτοί είτε από περίοικους είτε από προστρέξαντες αστυνομικούς, να τους εξασφαλίσει την ασφαλή διαφυγή τους. Για την υλοποίηση του επιχειρησιακού σκέλους της συμμορίας, έδρασαν τρεις δράστες.
Ειδικότερα, ο ένας με τη βοήθεια του άλλου, αναρριχήθηκαν στο παράθυρο που οδηγεί στο γραφείο του παθόντα και αφού ερεύνησαν το χώρο και ανηύραν το χρηματοκιβώτιο, το αφαίρεσαν και αποχώρησαν άμεσα. Δύο άλλοι δράστες, κινούνταν με Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο εγγύς και πέριξ του σημείου της πράξης και μόλις τα υπόλοιπα μέλη περάτωσαν την έκνομη ενέργειά τους, κατέφθασαν άμεσα στο σημείο και αφού επιβιβάστηκαν άπαντες επ’ αυτού μετά του χρηματοκιβωτίου, τράπηκαν άμεσα σε φυγή».
Σύμφωνα με τη δικογραφία που σχηματίστηκε, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός, από το οποίο καταδεικνύεται ο επαγγελματικός σχεδιασμός της παράνομης ενέργειας της συμμορίας, ότι οι δράστες κάλυπταν επιμελώς τα βιομετρικά χαρακτηριστικά τους.
Συγκεκριμένα, φορούσαν μακρυμάνικες μπλούζες, μακριά παντελόνια και γάντια, παρόλο που η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εν μέσω καλοκαιριού υπό υψηλή θερμοκρασία, προφανώς για να καλύψουν τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (χρώμα δέρματος, τατουάζ, κ.α.) και για να μην αφήσουν δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό, καθώς επίσης έφεραν κουκούλες, περιλαίμια και μάσκες μίας χρήσης, για να καλύπτουν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους.
Σύμφωνα με την αστυνομία «από το συνδυασμό όλων των ως άνω περιγραφομένων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δράστες με υψηλό επαγγελματισμό, πείρα και μεγάλη επιχειρησιακή ετοιμότητα. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο ρόλος που κατείχει ο ένας δράστης στη συμμορία, καθώς πέραν του ότι εξασφάλιζε στην ομάδα το αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, ως «επιχειρησιακό» όχημα, λειτουργούσε και ως επιχειρησιακό μέλος της συμμορίας, όντας ο οδηγός του οχήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης έως και την διαφυγή των δραστών μετά την αποπεράτωση της».
Από την έρευνα της Ασφάλειας, δηλαδή την επισκόπηση κατασχεθέντων βιντεοληπτικών υλικών, των
υπηρεσιακών ενεργειών και του λοιπού προανακριτικού υλικού, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι εμπλέκονται στην κάτωθι αξιόποινη πράξη: Την 02:46 ώρα της 13-07-2023, οι δράστες αφαίρεσαν από το χώρο του γραφείου 50χρονου επιχειρηματία ένα χρηματοκιβώτιο εντός του οποίου υπήρχαν χρήματα, λίρες, διάφορα κοσμήματα μεγάλης χρηματικής αξίας, οικογενειακά κειμήλια, ρολόγια και διάφορες συσκευές, συνολικής χρηματικής αξίας που ξεπερνά το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ.
Το αφαιρεθέν χρηματοκιβώτιο ήταν στερεωμένο σε εσοχή στο χώρο του γραφείου του παθόντα, το οποίο βρίσκεται στον ημιώροφο του κτηρίου όπου στεγάζεται το προρρηθέν κατάστημα.