Έζησαν πολέμους, τραυματίστηκαν από σφαίρες, αποχωρίστηκαν αγαπημένα τους πρόσωπα, ένιωσαν την απαξίωση και τον ρατσισμό. Δεκαπέντε πρόσφυγες που κατάφεραν να ξεπεράσουν άσχημα βιώματα και να τα μετασχηματίσουν σε δύναμη και ελπίδα για το μέλλον βάζουν ένα νέο στόχο στη ζωή τους, να συμπαρασταθούν σε άλλους πρόσφυγες που αισθάνονται αβοήθητοι.
Ο λόγος για το πρόγραμμα «Community Psychosocial Workforce Athens» («Προσωπικό Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης στην Κοινότητα»), που υλοποιεί η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σε συνεργασία με την Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ). Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού 15 πρόσφυγες- community workers, δηλαδή εργαζόμενοι από την προσφυγική κοινότητα, παρέχουν ψυχοκοινωνική υποστήριξη κατ’ οίκον σε ευάλωτους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες, οι οποίοι αισθάνονται κατάθλιψη, κοινωνική απομόνωση και δυσκολία προσαρμογής στην Ελλάδα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Μία από τις προσεγγίσεις και τους στόχους της Ύπατης Αρμοστείας είναι η ενδυνάμωση, η εμπλοκή και κινητοποίηση των ίδιων των προσφύγων σε διάφορες θεματικές. Θέλουμε να επενδύσουμε σε δεξιότητες που έχει ήδη ο προσφυγικός πληθυσμός», επισημαίνει στο η Ξένια Πασσά, από τον Τομέα Προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. «Οι πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο στη χώρα μας έχουν αρκετά σημαντικό ρόλο ως διερμηνείς, ως διαπολιτισμικοί διαμεσολαβητές, αλλά αυτό που θέλαμε εμείς ήταν να δημιουργήσουμε ομάδες που να είναι κάτι παραπάνω, έχοντας υπόψη τις ανάγκες στην Ελλάδα ειδικά στον τομέα της ψυχικής υγείας και τα κενά που έχει η ανταπόκριση στον τομέα αυτό και για τους πολίτες και για τους πρόσφυγες», προσθέτει.
Τέθηκαν κριτήρια για την επιλογή
Οι πρόσφυγες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα για να παρέχουν ψυχοκοινωνική υποστήριξη πέρασαν από συνέντευξη και τα κριτήρια που τέθηκαν ήταν να μιλάνε αραβικά ή φαρσί και ελληνικά ή αγγλικά, να έχουν πρότερη επαγγελματική εμπειρία σχετική με την ψυχολογία ή να έχουν φροντίσει στο παρελθόν κάποιον που είχε ανάγκη ψυχοκοινωνικής υποστήριξης ή να πέρασαν οι ίδιοι μια μεγάλη δυσκολία και να την έχουν ξεπεράσει. Επιλέχθηκαν ενήλικες, άντρες και γυναίκες, από πλήθος χωρών, όπως η Παλαιστίνη, η Συρία, το Αφγανιστάν και η Αίγυπτος, που σήμερα ζουν στην Αθήνα και έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες ή έχουν κάνει αίτημα ασύλου και περιμένουν απάντηση. Στη συνέχεια εκπαιδεύτηκαν για 20 ημέρες σε διάφορες δεξιότητες και εργαλεία που αφορούν στην παροχή βασικής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης.
Ανάμεσα στους 15 community workers είναι ο 19χρονος Χάνι από τη Συρία, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα πριν από τρία χρόνια. Έφυγε από τη χώρα του εξαιτίας του πολέμου γιατί η ζωή εκεί ήταν πολύ επικίνδυνη, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Μαζί με τον πατέρα του, την μητέρα του και τον αδελφό του πήγαν αρχικά στην Τουρκία, ωστόσο εκεί ένιωσε ότι δεν είχαν μέλλον. «Δεν μας αποδέχονται ως πρόσφυγες και φοβόμασταν ότι θα μας στείλουν πίσω στη Συρία», εξομολογείται. Ο Χάνι τα κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα, ωστόσο η υπόλοιπη οικογένειά του βρίσκεται ακόμα στην Τουρκία. Σύμφωνα με τον Χάνι, στη γείτονα χώρα η καρκινοπαθής μητέρα του και ο αυτιστικός αδελφός του δεν λαμβάνουν καν θεραπεία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Χάνι έχει ζήσει πολλές δυσκολίες μέχρι σήμερα. Βίωσε τον πόλεμο, ένιωσε τον πόνο από τη σφαίρα που σφηνώθηκε στο πόδι του, εξαιτίας της οποίας ακόμα αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, είδε ανθρώπους να σκοτώνονται. Ωστόσο, εξηγεί ότι κατάφερε να διαχειριστεί αυτά τα βιώματα και να λύσει τα προβλήματα μόνος του. Γι’ αυτό και αποφάσισε να συμμετέχει στο πρόγραμμα ως community worker. «Όταν ήμουν στη Σάμο για ένα χρόνο», θυμάται, «υπέφερα και ένιωθα αβοήθητος. Για ένα χρόνο δεν είδα ούτε έναν γιατρό, παρόλο που τα προβλήματα υγείας μου επιδεινώνονταν με το κρύο και την υγρασία. Όταν ήρθα στην Αθήνα, άρχισα να νιώθω την ελπίδα και το φως. Άρχισα να μαθαίνω αγγλικά και ένιωσα δυνατός. Συχνά όταν είσαι μέσα στο πρόβλημα δεν μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Ίσως εμείς που έχουμε τις ίδιες εμπειρίες ή που προερχόμαστε από την ίδια χώρα, μπορούμε να βοηθήσουμε όσους το χρειάζονται», εξηγεί.
Μέχρι σήμερα ο Χάνι έχει προσφέρει βοήθεια σε τρία άτομα. Περιγράφει χαρακτηριστικά τις επισκέψεις του σε έναν 45χρονο τυφλό από την Παλαιστίνη, ο οποίος ήταν αρχικά επιφυλακτικός και αρνητικός με το πρόγραμμα και χρειάστηκε χρόνος μέχρι να χτίσουν τη σχέση εμπιστοσύνης που έχουν σήμερα. «Δεν τους υποσχόμαστε ότι θα τους λύσουμε τα προβλήματα. Εργαζόμαστε μαζί, προκειμένου να βρούμε λύσεις», διευκρινίζει.
Ωφελούμενοι των υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης που παρέχονται είναι περίπου 30 άτομα, άντρες και γυναίκες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ένταξή τους ή είναι ευάλωτοι που χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη για να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες ή για να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητά τους. Μεταξύ αυτών είναι μονογονεϊκές οικογένειες χωρίς υποστήριξη, ηλικιωμένοι, μια γυναίκα με άνοια και άτομα με χρόνιες παθήσεις.
Δουλειά των εκπαιδευμένων προσφύγων είναι να παρέχουν ψυχοκοινωνική ή συναισθηματική υποστήριξη στους ωφελούμενους, να κάνουν αξιολόγηση ψυχολογικών προβλημάτων και να εντοπίζουν τις ανάγκες τους, αλλά και να τους παραπέμπουν σε υπηρεσίες για να τους βοηθήσουν να επιλύσουν τυχόν προβλήματα στην καθημερινότητά τους. «Η διαπολιτισμική αμεσότητα που έχουν οι πρόσφυγες, όπως και το γεγονός ότι έχουν περάσει παρόμοιες εμπειρίες, βοηθάει στο να αναπτύξουν πιο γρήγορα μια σχέση», εξηγεί η υπεύθυνη του έργου από την ΕΠΑΨΥ, Χρυσάνθη Τάτση.
Οι 15 community workers εποπτεύονται από εκπαιδευμένους ψυχολόγους ή κοινωνικούς λειτουργούς. Επίσης, γίνεται και κλινική εποπτεία από έμπειρους επαγγελματίες, οι οποίοι συναντούν και καθοδηγούν τόσο τους 15 community workers, όσο και τους συντονιστές τους για να αντιμετωπίσουν το στρες που ενδεχομένως να βιώσουν.
Μια τέτοια υποστήριξη χρειάστηκε η 25χρονη Σάρα από το Αφγανιστάν, η οποία επίσης δουλεύει ως community worker. Όταν έκανε την πρώτη της επίσκεψη σε ωφελούμενο, θυμάται, συνάντησε μια μητέρα που ζει μόνη με τα δύο μικρά παιδιά της και βιώνει κατάθλιψη και άγχος. «Την πρώτη φορά που τη συνάντησα έκλαιγε συνέχεια και ένιωσα ότι δεν μπορώ να τη βοηθήσω. Χρειάστηκα υποστήριξη από την υπεύθυνή μου», μας εξηγεί. Στη συνέχεια κάθε φορά που επισκεπτόταν τη συγκεκριμένη μητέρα «καταφέρναμε και κάτι. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον γιατί δεν είχε κανέναν εδώ, ήταν μόνη της. Πέντε εβδομάδες μετά, άρχισε να μιλάει πολύ για εκείνη».
Το πρόγραμμα ξεκίνησε τον Νοέμβριο
Η Σάρα βρίσκεται στην Ελλάδα μαζί με τον σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους. Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ιράν, από Αφγανό πατέρα και Ιρανή μητέρα και εκεί, όπως περιγράφει, η οικογένειά της δεν είχε ευκαιρίες για το μέλλον τους. Πήραν τότε την απόφαση να φύγουν. Ο πρώτος τους σταθμός, πριν έρθουν στην Ελλάδα, ήταν η Τουρκία, όπου πέρασαν δύσκολες συνθήκες. «Δεν είχαμε ούτε ένα ευρώ στην τσέπη, τα παιδιά όλη μέρα πεινούσαν», θυμάται και προσθέτει πως όταν ζούσαν στην Τουρκία «ήθελα να πέσω στη θάλασσα, γιατί ένιωθα ότι δεν έχουμε ούτε μία ελπίδα. Σιγά σιγά κατάφερα να δώσω ελπίδα στον εαυτό μου, ότι θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες». Αυτό το βίωμά της, όπως λέει, θέλει τώρα να αξιοποιήσει στο πρόγραμμα και να βοηθήσει τους πρόσφυγες.
Σημειώνεται ότι η πιλοτική φάση του προγράμματος ξεκίνησε τον περασμένο Νοέμβριο και υλοποιείται μόνο στην Αττική μέχρι το τέλος Απριλίου, χρηματοδοτούμενο από την Ύπατη Αρμοστεία με συγχρηματοδότηση του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος της Ύπατης Αρμοστείας είναι το πρόγραμμα να συνεχιστεί και ενδεχομένως να επεκταθεί και σε άλλες πόλεις, ενώ διερευνάται και η δημιουργία γραμμής βοήθειας για την ψυχική υγεία.
Σήμερα, εν μέσω πανδημίας, το πρόγραμμα υλοποιείται μέσω τηλεφωνικής επαφής των προσφύγων με τους ωφελούμενους. Η σημασία του στην κρίση αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη και για τις δύο πλευρές, υπογραμμίζει η Χρυσάνθη Τάτση. «Μετά από την κρίση αυτή θα αυξηθούν τα περιστατικά και στο γηγενή και στον προσφυγικό πληθυσμό, καθώς λόγω της απομόνωσης μια κατάσταση θα διογκώνεται. Και αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν τις ίδιες ανάγκες και ενδεχομένως και περισσότερες από εμάς, γιατί πέρασαν ήδη πολλές τραυματικές εμπειρίες για να φτάσουν εδώ», παρατηρεί.
Σημειώνεται ότι οι πρόσφυγες υποστηρίζουν μόνο άτομα με χαμηλού βαθμού προβλήματα. Όσοι εντοπίζονται με σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα παρακολουθούνται σε άλλο πρόγραμμα των ίδιων φορέων, που περιλαμβάνει κατ’ οίκον παρέμβαση από διεπιστημονική ομάδα της ΕΠΑΨΥ αποτελούμενη από ψυχολόγους, ψυχίατρο, παιδοψυχίατρο, κοινωνικό λειτουργό και διερμηνείς.
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ