Θύελλα αντιδράσεων έχει ξεσπάσει μετά τα όσα ανακοίνωσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη, σχετικά με τον Προσωπικό Γιατρό. Η Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων κάνει λόγο για «κακής έμπνευσης κίνητρα».
Ειδικότερα, η Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων αναφέρει: «Για ακόμη μία φορά η αρμόδια για τον θεσμό του Προσωπικού Γιατρού υφυπουργός ξεκινάει με ένα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας πυροτέχνημα, τη δήθεν διαβούλευση για τον προσωπικό ιατρό.
Ποιοι λαμπροί νόες επιχειρούν να τοποθετήσουν ιατρούς με μηδενική κλινική εμπειρία ως προσωπικούς στη θέση αγροτικών ιατρών, ενώ οι παθολόγοι έχουνε πέντε χρόνια κλινική άσκηση στην Παθολογία, όπως και οι παιδίατροι στην Παιδιατρική και οι γενικοί ιατροί πλέον έναν χρόνο στην Παθολογία και τρεις μήνες στην Παιδιατρική και συνολικά πέντε χρόνια με τα υπόλοιπα γνωστικά τους αντικείμενα.
Με την κατάληψη αυτών των θέσεων από ανειδίκευτους ιατρούς θα προκύψουν σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία των ασθενών, η οποία κατά τη γνώμη μας θα βρίσκεται σε συνεχή απειλή».
«Μετά μία περίοδο αδράνειας και εν αναμονή νέων συζητήσεων ημών και άλλων φορέων με το υπουργείο Υγείας για την επίλυση επιτέλους των σοβαρών προβλημάτων τα οποία εμποδίζουν την πλήρη ανάπτυξη των μέτρων για την εφαρμογή του θεσμού, η οποία όμως απαιτεί συζήτηση, στρατηγική και τακτικές που να καλύπτουν τις ιδιαίτερες ανάγκες της χώρας μας, αλλά και να εκμεταλλεύονται τις χιλιάδες των ειδικών γιατρών, οι οποίοι παρά τις αντίξοες συνθήκες συνεχίζουν να εξασκούν το λειτούργημα τους καθημερινά.
Το ευφυολόγημα της εφάπαξ χορήγησης 40-50.000 ευρώ για την επιλογή της ειδικότητάς του παθολόγου είναι ένα κακής έμπνευσης κίνητρο.
Προτιμότερο είναι να βρεθεί λύση για την ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με ανθρώπινες συνθήκες για γιατρούς και ασθενείς και αντί υποσχέσεων για ποσά, που δεν πρόκειται ποτέ να δώσει για τον επαναπατρισμό ιατρών, ας φροντίσει για τις σωστές αμοιβές σε όλες τις βαθμίδες υγείας.
Η Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων δηλώνει για άλλη μία φορά παρούσα σε οποιοδήποτε συζήτηση με το υπουργείο για την λύση όλων αυτών των προβλημάτων, απαιτεί όμως την απόσυρση όλων αυτών των προτάσεων οι οποίες εκ των προτέρων δυναμιτίζουν το κλίμα», προσθέτει η Ένωση.
Ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), Ευάγγελος Φραγκούλης, σημειώνει ότι είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός πως η πολιτεία έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο να μείνει χωρίς γενικούς οικογενειακούς ιατρούς και παθολόγους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε συστήματος υγείας και σχεδιάζει άμεσα παρεμβάσεις για να αυξήσει τη δεξαμενή τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, συνεχίζει, μόνο ως θετικά κρίνονται τα κίνητρα που δίνονται στους νέους γιατρούς για να επιλέξουν αυτές τις βασικές ειδικότητες. Βέβαια, τον κρίσιμο ρόλο στην επιλογή ειδικότητας για έναν νέο γιατρό παίζει το πώς προδιαγράφεται το μέλλον του ως ειδικευμένου γιατρού στη χώρα και εκεί πρέπει να δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα. Προέχει, συνεπώς, να γίνουν επαρκώς ελκυστικές οι συνθήκες εργασίας, οι οικονομικές απολαβές και όχι μόνο, του ειδικευμένου γιατρού της ΠΦΥ. Σε αντίθετη περίπτωση, ακόμα και αν ο νέος γιατρός επιλέξει μία από αυτές τις ειδικότητες, τελειώνοντας την εκπαίδευσή του είναι δυνατόν να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό, όπου οι προτάσεις εργασίας είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρες, σύμφωνα με τον κ. Φραγκούλη.
«Η μεταρρύθμιση του Προσωπικού Γιατρού, που έφερε εις πέρας η προηγούμενη ηγεσία του ΥΥ, με σημαντική αύξηση της επένδυσης στην ΠΦΥ και παροχή αυξημένων κινήτρων στους γιατρούς να ενταχθούν στον θεσμό, αποτέλεσε ένα μεγάλο άλμα στην προσπάθεια κάλυψης του πληθυσμού με το 55% των δικαιούχων να εγγράφεται σε Προσωπικό Γιατρό. Οι ιδιώτες γενικοί οικογενειακοί ιατροί και παθολόγοι, που επέλεξαν να συμβληθούν με τον ΕΟΠΥΥ ως προσωπικοί διπλασιάστηκαν, αλλά παραμένουν η μειοψηφία. 1.250 ιδιώτες γιατροί έχουν αναλάβει τον ρόλο του Προσωπικού Γιατρού και περισσότεροι από 2.500 παραμένουν εκτός, κρίνοντας το προσφερόμενο συμβόλαιο ως μη ελκυστικό. Το μεγάλο στοίχημα για την πολιτεία είναι να διαμορφώσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να προσελκύσει συναδέλφους από αυτήν τη μεγάλη δεξαμενή έμπειρων και καλά εκπαιδευμένων γιατρών στο σύστημα», τονίζει ο κ. Φραγκούλης και συμπληρώνει:
«Θεμιτό, επίσης, είναι να γίνουν προσπάθειες επαναπατρισμού συναδέλφων από το εξωτερικό, καθώς η αιμορραγία νέων γιατρών αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την υγεία στη χώρα μας. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί ένα οικονομικό κίνητρο με τη μορφή “golden hello”, όπως εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες, ένα πάγιο ποσό δεκάδων χιλιάδων ευρώ στην αρχή για την κάλυψη μίας θέσης που παραμένει κενή με την προϋπόθεση ελάχιστης χρονικής παραμονής σε αυτήν. Σε καμιά περίπτωση, όμως ,δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ούτε να γίνει ανεκτή η διαφοροποίηση της αποζημίωσής τους σε σχέση με αυτή των υπολοίπων Προσωπικών Γιατρών και για το ίδιο έργο. Η αποζημίωση αυτή, φυσικά, θα πρέπει να ανέλθει σε επίπεδα ανταγωνιστικά αυτών που προσφέρονται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Προβληματισμό δημιουργεί η πρόθεση νέοι ιατροί, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους και την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλματος, να υπηρετούν ως Προσωπικοί Ιατροί, καθώς εξ ορισμού δεν διαθέτουν την κατάλληλη εκπαίδευση να φέρουν εις πέρας τον ρόλο αυτόν. Φυσικά δεν αρκεί να τους βαφτίσουμε, πρέπει και να τους εκπαιδεύσουμε για να αναλάβουν τον κρίσιμο ρόλο του Προσωπικού Γιατρού στο σύστημα υγείας. Αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν μόνο επικουρικά ειδικευμένων γιατρών της ΠΦΥ μέσα σε ομάδες ΠΦΥ, κατ’ αντιστοιχία με τους ειδικευόμενους γιατρούς. Επίσης, το άνοιγμα θέσεων σε αστικές και ημιαστικές περιοχές, που θα ανταγωνίζονται για κάλυψη θέσεις σε αγροτικές περιοχές, εγκυμονεί κινδύνους, με πιθανή την αποψίλωση του ιατρικού δυναμικού στην επαρχία. Aν δεν δοθούν παράλληλα ουσιαστικά κίνητρα στελέχωσης άγονων και απομακρυσμένων περιοχών κινδυνεύουμε να αποκτήσουμε medical deserts…
Η ανάπτυξη Πανεπιστημιακών Μονάδων ΠΦΥ, ώστε να ενισχυθεί η εκπαίδευση των γενικών οικογενειακών ιατρών, των παθολόγων αλλά και των υπόλοιπων επαγγελματιών υγείας στην ΠΦΥ, αποτελεί διαχρονικό αίτημα της Γενικής Οικογενειακής Ιατρικής και είναι ευχής έργο να προχωρήσει. Θετικά κρίνεται και η θεσμοθέτηση του Συντονιστή Φροντίδας ο οποίος θα συνδράμει τον Προσωπικό Ιατρό στο να ανταπεξέλθει στον ρόλο του ως πλοηγού της φροντίδας του ασθενούς του μέσα στο δαιδαλώδες σύστημα υγείας.
Βρισκόμαστε περισσότερο από ποτέ κοντά στην καθολική κάλυψη του πληθυσμού σε επίπεδο ΠΦΥ, που απουσιάζει από το σύστημα υγείας της χώρας μας από τη γέννησή του. Η πολιτεία δείχνει τη βούληση να την πετύχει προχωρώντας σε παρεμβάσεις και επενδύσεις. Οι Γενικοί Οικογενειακοί Ιατροί της χώρας είμαστε πάντα στη διάθεση της πολιτείας να συμβάλλουμε με την τεχνογνωσία μας στην επίτευξη του κοινού στόχου».