Επισημαίνοντας την «αμέλεια των αστυνομικών αρχών» και τις «καθυστερήσεις» στη διεξαγωγή της έρευνας και την ανάληψη δικαστικής δράσης εναντίον των μαστροπών, το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε στην ετυμηγορία του ότι η Ελλάδα παραβίασε το Άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο απαγορεύει «τη σκλαβιά και την καταναγκαστική εργασία».
Καταδίκασε την Αθήνα να καταβάλει για ηθική βλάβη 12.000 ευρώ και 3.000 για δικαστικά έξοδα στη νεαρή γυναίκα, η οποία σώθηκε από διάφορες διαδικασίες απέλασής της πριν τελικά καταφέρει να της χορηγηθεί άδεια παραμονής στην Ελλάδα.
Η προσφεύγουσα είχε εξαναγκαστεί να εκδίδεται από την άφιξή της στην Ελλάδα το 2004 σε ηλικία 22 ετών. Τον Νοέμβριο του 2006 είχε υποβάλει μήνυση για πρώτη φορά εναντίον των προαγωγών, αλλά η προσφυγή της είχε απορριφθεί ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.
Κατόπιν υπέβαλε, στις αρχές του 2007, αίτημα να επανεξεταστεί η υπόθεσή της και παρέστη στη διαδικασία ως πολιτική αγωγή. Οι διώξεις άρχισαν τελικά το καλοκαίρι του 2007, αλλά ανεστάλησαν δύο χρόνια αργότερα καθώς οι δύο κατηγορούμενοι «δεν μπορούσαν να βρεθούν».
Το ΕΔΑΔ ανέφερε πως είναι πεπεισμένο ότι οι ελληνικές αρχές «δεν έμειναν αδιάφορες» μετά την καταγγελία της νεαρής εναντίον των ανθρώπων που την εξανάγκασαν να εκδίδεται, αλλά υπογράμμισε ότι η προανάκριση και η έρευνα σημαδεύτηκαν από «πολλές ανεπάρκειες» και «μεγάλες καθυστερήσεις». Το όνομα του κυριότερου φερόμενου ως προαγωγού της νεαρής εντάχθηκε στον φάκελο των καταζητούμενων προσώπων. Αλλά από εκεί και πέρα, δεν «ανελήφθησαν απτά βήματα για τον εντοπισμό του και την προσαγωγή του ενώπιον της δικαιοσύνης», τόνισαν οι δικαστές.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν είναι οριστική: οι ελληνικές αρχές έχουν τρεις μήνες για να την αμφισβητήσουν και να ζητήσουν να εξεταστεί εκ νέου η υπόθεση, κάτι πάντως στο οποίο το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να συναινέσει.