Τετάρτη, 27 Νοε.
17oC Αθήνα

Ριπές

Ριπές

Σίγουρα κάποια βαριά καγκελόπορτα, μέ σκουριασμένους αρμούς άνοιξε ξαφνικά κι ύστερα από κάμποση ώρα, χωρίς τά όχι καί τά μή, βρεθήκαμε, αθώοι εμείς, σέ  περιστρεφόμενο Ζωδιακό εναγκαλισμό.

Δίχως αρχή καί τέλος.

Δυό κεκλιμένα, σφιχτομανταλωμένα παραθύρια δίνουν τό λιγοστό φώς. Από ´κει δά ´παδά σκαρφαλώνουνε οι αναμνήσεις ..Ανεβαίνουνε ολοένα μή καί πήξει τό σκοτεινό αίμα στίς φλέβες. Μή καί μας απολείπει η Χώρα. Η χώρα τών μελανών Λωτοφάγων. Τή νοματίσανε η ωραία Ελλάς. Νά κείται ακόμη ορθή στό Πέλαγος.

Όσο γιά τούς φτωχούς καί περιφρονημένους, δέν έχει άλλη η οδός, μηδέ καί στήν ουρά ακόμη τού χαμένου Παράδεισος. Σέρνουνε βαριές τίς αλυσίδες, είναι χρόνοι πολλοί νά διαβιούνε ακόμα τίς αχνές γραμμές, όσης κι όποιας ζωής τούς χαρίστηκε. Τόπε καί μιά Τσιγγάνα μαυρομάτα.

Όσο γιά τή δική μου φωνή κατακερματισμένη από τό ρυθμικό χτύπος τής βροχής, στά τσίγκινα πανωκέφαλα. Μεθαύριο, τόπε η άλλη τσιγγάνα, θάρθουνε ξανά τά διαβατάρικα πουλιά, οι ερωδιοί, οι καλακαμνάδες, τά χελιδόνια. Έτσι π´ωσότου διαβαστούνε τά χαραγμένα σέ πούπουλα μυνήματα νά βουλιάξει η λησμονημένη τους Αθωότης.

Κι ας κυλά οργισμένος κάτωθεν μου ο ποταμός TÖSS μέ χιλιάδες διάφανα σφραγισμένα μπουκάλια. Στό δικό σου, έστω ποταμό.Τόν ELBE. Εκεί χαράχτηκε τό ύστατο σου μύνημα. Γιομάτο από γλυκά ψεμματάκια, τάχατες θά γένουνε πάλι, σά πρώτα, αλαφριές οι κορυφογραμμές τού Παρνασσού, τού Ελικώνα. Ακόμη καί ο Κουκούγερος μιάμιση ώρα η πεζοπορία μας από τή Ντραγατσούλα. Εσύ, η πανέμορφη τού Βορρά κόρη, πού κάποιο πρωινό, πρίν τό χάραμα, μονάχος άκουσα τό σύρσιμο τής τελευταίας σου πνοής. Τώρα πού στέκω, αλλοιώτικα γυμνός στό ραγισμένο τού χρόνου καθρέφτη πριχού ο Χάρος διατάξει, επί σκοπόν.

Τώρα πού λογαριάζω τήν αιώνια πιά απουσία σου. Μά έτσι αναίτια φεύγουνε οι αστερισμοί τού Αιγόκερως, τού Χρυσάνθεμου, απάνω στό βαρύ Χειμώνα. Ανάμεσο στά χλωροφορμισμένα σεντόνια μιάς κρατικής Κλινικής τού Αμβούργου. Τόχα αλλοιώτικα ονειρευτεί, ετούτο τό τέρμα, γιομάτο άσπρα μαλλιά καί συγχώρεση γιά ότι πικρό εκστόμισα. Στό θυμό τού Έλληνα γιά σένα μέ τήν ανάσα τού βρέφους πνιγμένη στό γαλάζιο μά καί τ´ουρανού τό θάμβος.

Τώρα, έστω κι αργά, πού η ψυχή μου αλλοιώτεψε, ξανοίχτηκα πάλι στό Πέλαγος.

Χωρίς εκείνη τή ναυτική πυξίδα πού άφησες στό ξύλινο τραπεζάκι. Βασιλίσης Όλγας 85. Εσύ δέκα εφτά χρονώνε κι εγώ εικοσι δύο.

Dr.med.Τάσος Βούτσας
Διδάκτωρ Καρδιολογίας

Ελλάδα Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε