“Προσπαθώντας να μειώσουμε τον κίνδυνο από τους σεισμούς, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μειώσουμε την τρωτότητα της κατασκευής. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε καλές κατασκευές”. Με τη φράση αυτή ο καθηγητής Σεισμολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μανώλης Σκορδίλης, περιέγραψε τον βασικότερο τρόπο με τον οποίο μπορεί να μειωθεί ο κίνδυνος απώλειας ανθρώπινων ζωών από την ενδεχόμενη κατάρρευση κτιρίων σε περίπτωση ισχυρού σεισμού.
Μιλώντας στη συνεδρίαση του συντονιστικού οργάνου Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση σεισμών, ο κ. Σκορδίλης έφερε ως παράδειγμα τον σεισμό του 1999 στην Τουρκία, όπου κατέρρευσαν κτίρια που δεν είχαν επαρκή οπλισμό, δηλαδή δεν υπήρχε αρκετό σίδερο στον φέροντα οργανισμό. “Αν είχαν διαπιστωθεί οι αδυναμίες θα μπορούσε να ενισχυθεί κατάλληλα ο φέρων οργανισμός, έτσι ώστε να παραμείνει όρθιο το κτίριο, παρά τις βλάβες που θα υπήρχαν και να αποφευχθεί η κατάρρευση” πρόσθεσε.
Ο κ. Σκορδίλης υπογράμμισε την αναγκαιότητα διενέργειας σεισμικού ελέγχου υποδομών, ανέφερε ότι έγιναν πριν από τρία με τέσσερα χρόνια κάποιοι προληπτικοί έλεγχοι και διατύπωσε ερωτήματα για τα αποτελέσματά τους και τις παρεμβάσεις που έγιναν. Στο ίδιο μήκος κύματος, σημείωσε ότι χρειάζεται επικαιροποίηση των σχεδίων δράσης από τους αρμόδιους φορείς, δράσεις ενημέρωσης κοινού με ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σποτ και έντυπα αλλά και ασκήσεις ετοιμότητας των αρχών και των πολιτών.
Επ’ αυτού, ο εκπρόσωπος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), Πλούταρχος Κέρπελης, σημείωσε ότι ο προσεισμικός έλεγχος των δημοσίων κτιρίων κοινωφελούς χρήσης είναι ένας ταχύς οπτικός έλεγχος που γίνεται από μηχανικούς του φορέα που λειτουργεί κάθε χώρο, για να διαπιστωθεί ο βαθμός ασφάλειάς του.
Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 2002 και πολλοί δήμοι της Θεσσαλονίκης έχουν προβεί σε τέτοιους ελέγχους. Τα στοιχεία αποστέλλονται στον ΟΑΣΠ όταν πρόκειται για δημόσιο κτίριο, στις Κτιριακές Υποδομές ΑΕ αν πρόκειται για σχολείο. Παράλληλα ενημερώνεται και η Περιφέρεια εμπιστευτικά, ώστε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επιδιόρθωση από τους αρμόδιους φορείς των πιο επικίνδυνων κτιρίων. Για τον δευτεροβάθμιο έλεγχο διευκρίνισε ότι ολοκληρώνεται από το αρμόδιο υπουργείο ο προσδιορισμός των προδιαγραφών του, ώστε να εγκριθούν και να διενεργούνται δοκιμές ενώ θα υπάρξει σε επόμενο στάδιο και τριτοβάθμιος έλεγχος, πιο εμπεριστατωμένος.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η προϊσταμένη Πολιτικής Προστασίας της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, Κατερίνα Κουρούδη, ανέφερε ότι ο προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων αρμοδιότητας της Μητροπολιτικής Ενότητας έχει ολοκληρωθεί. Ωστόσο, από τις διαδικασίες που ακολούθησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας, “προέκυψε ότι ο προσεισμικός έλεγχος δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητες αρκετών Δήμων και ζητήθηκε η συνδρομή της Περιφέρειας για την ανάδειξη του θέματος, οπότε και στάλθηκε εγγράφως προς τους Δήμους υπενθύμιση της υποχρέωσης διενέργειας προσεισμικών ελέγχων στα κτίρια αρμοδιότητας των Δήμων”.
Στις ενέργειες που προβλέπονται, σε κάθε περίπτωση, στο ενδεχόμενο εκδήλωσης σεισμού αναφέρθηκε η Γενική Διευθύντρια Αποκατάστασης Επιπτώσεων Φυσικών Καταστροφών Ελλάδος, Μαρία Κλεάνθη.
Κατά τη συνεδρίαση του Συντονιστικού Οργάνου, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, τόνισε ότι “η Θεσσαλονίκη, από το σύνολο της Κεντρικής Μακεδονίας, παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμό επικινδυνότητας, επειδή είναι πυκνοκατοικημένη και λόγω του ύψους των κτιρίων και της ηλικίας των κτιρίων της”. Για τον λόγο αυτό, όπως είπε, “είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι, θωρακισμένοι και εξασκημένοι σε περίπτωση που συμβεί (κάποιος σεισμός) να μειώσουμε στο ελάχιστο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές”.
Από την πλευρά της η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης Βούλα Πατουλίδου αναφέρθηκε στο σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, τις αλλαγές που υπήρξαν από τότε στην πολιτική προστασία αλλά και την πρόσφατη – σχετικά – εμπειρία από την επιχείρηση απομάκρυνση της βόμβας από το Κορδελιό.