Οι καταθέσεις χιλιάδων σελίδων που περιλαμβάνονται στην δικογραφία για τη φωτιά στο Μάτι βγάζουν στη… σέντρα Πυροσβεστική και Αστυνομία. Όπως προκύπτει, κάποιοι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όμως, οι συγκλονιστικές μαρτυρίες – μέρος των οποίων δημοσιεύει η εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” – κάνουν λόγο για παντελή έλλειψη ενημέρωσης, οργάνωσης και συντονισμού.
“Περίπου στις 17.15 ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Στη συνέχεια και όταν είδαμε ότι η φωτιά πλησίαζε προς την περιοχή μας αποφασίσαμε να φύγουμε από το σπίτι… Από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι μέχρι που έφτασα στη διασταύρωση τη Ραφήνας δεν είδα ούτε πυροσβεστικό όχημα ούτε και περιπολικό της Αστυνομίας“, ανέφερε η Μαγδαληνή Τσέκου, που βρισκόταν με τους γονείς της στο σπίτι τους στη Ραφήνα.
“Δυστυχώς δεν μάθαμε ότι μας πλησιάζει η φωτιά από κανέναν μέχρι που έφτασε στην πόρτα μας, δεν μας έδωσε κανείς κατευθυντήριες εντολές και δεν υπήρχε καμία οργάνωση. Ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε για να σωθεί από μόνος του”, υποστήριξε η Δέσποινα Ζαφειρίου.
“Θεέ μου, συγχώρεσε με”
Η συγκλονιστική περιγραφή της κόρης του ιερέα Σπυρίδωνα Παπαποστόλου, που έχασε τη ζωή του στη θάλασσα, ανάμεσα σε καύτρες που πετούσαν και αγριεμένα κύματα.
«Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάχτυλο ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας μου προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Έπινα και εγώ πολύ νερό. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Ύστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: «Θεέ μου, συγχώρεσε με» και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε «σας ευχαριστώ για ότι κάνατε για μένα και σε όλους…», σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια».
«Έβρεχα το κεφαλάκι της γιαγιάς»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα, εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα που χάθηκε στη θάλασσα.
«Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία. . (…) Όταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Έμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».
«Δεν θα αντέξω μαμά…»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου είπε «…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε. Η μάρτυρας, τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «Δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε».
Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό
Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφός του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως την ειδοποίησε να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι. «…Βρήκα τη σύζυγό μου να είναι εγκαυματίας, καθισμένη στην παραλία και τον γιό μου, τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα τη γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να τη μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον γιό μου. Μόλις έφτασα στο δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο Νοσοκομείο Παίδων. Τη γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγός μου νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και έπειτα απεβίωσε».
«Είδα τη μητέρα μου να καίγεται»
«Στις 6.40-6.45 και κυριολεκτικά 3-5 το πολύ μέτρα πριν φτάσουμε στις σκάλες που μας οδηγούσαν στην ασφάλεια της παραλίας, η μητέρα μου σκόνταψε σε μια ρίζα σε ένα πολύ στενό σημείο. (…) Προσπάθησα να τη σηκώσω και σε βοήθειά μου γύρισε και ο σύζυγός μου, ο οποίος προηγείτο 2-3 μέτρα για να μας δείχνει τη διαδρομή», καταθέτει η Αγγελική Κωνσταντάκη, που είδε τη μητέρα της Μαριάνθη να καίγεται μπροστά στα μάτια της. «Την ώρα που προσπαθούσα να σηκώσω τη μητέρα μου, το σχίνο και το πεύκο λαμπάδιασαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου και η φλόγα χτύπησε τη μητέρα μου που ήταν κάτω στην αριστερή της πλευρά. Με το σύζυγό μου προσπαθήσαμε και τη σύραμε τη μητέρα μας για 1-2 μέτρα για να την απομακρύνουμε, αλλά εκείνη μάλλον είχε χάσει τις αισθήσεις της και δεν ανταποκρινόταν καθόλου. Επειδή η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να καίει και εμένα και το σύζυγό μου, αυτός με τράβηξε για να απομακρυνθούμε, γιατί υπήρχε πλέον θανάσιμος κίνδυνος και για εμάς (…) Εγώ από το γεγονός ότι μόλις είχα δει μπροστά στα μάτια μου να καίγεται η μητέρα μου και αγνοώντας πού βρίσκονται τα παιδιά μου ήμουν σε παράκρουση και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με το περιβάλλον».
«Στη θάλασσα έσβησε τη φωτιά από το σώμα της»
«Λίγα μέτρα πριν βγουν στην Ποσειδώνος μποτιλιαρίστηκαν από τα αυτοκίνητα και η φωτιά τούς είχε πλέον πλησιάσει τόσο πολύ που είχε αρχίσει πλέον να καίει τα πάντα. Εκεί η αδελφή μου φώναξε: “Βγείτε έξω γιατί θα καούμε ζωντανοί”», θυμάται η Ελένη Πεταλά, που έχασε και τους δύο γονείς της. «Εκεί με το που βγήκε η αδελφή μου από το αμάξι σκόνταψε και έπεσε κάτω χάνοντας τα γυαλιά της. Στην προσπάθεια να τα βρει καίγονταν τα χέρια της. Σηκώθηκε γιατί άρπαξαν φωτιά τα χέρια της και εκεί, πριν πέσει μαύρος καπνός που δεν μπορεί κανείς να ακούσει ούτε να δει τίποτα, είδε τη μητέρα μου που είχε αρπάξει φωτιά στο πρόσωπο και στο σώμα της αρκετά. Δεν μπόρεσε να δει πού είναι ο πατέρας μου και αφού βγήκε καπνός και πύρινες γλώσσες που έζωναν στο σημείο άρπαξε φωτιά η πλάτη της. (…) ακολουθώντας έναν κύριο σε ένα μονοπάτι προς την παραλία. Δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος από οποιαδήποτε υπηρεσία έκτακτης ανάγκης να κατευθύνει ή να δώσει εντολές. Ύστερα η αδερφή μου ακολουθώντας τον εν λόγω κύριο έφτασε στη θάλασσα, όπου εκεί έσβησε η φωτιά πάνω στο σώμα της.
Στις 24 Ιουλίου, πρωινές ώρες, μετά από πολλά τηλεφωνήματα, επιτέλους το σήκωσε η Πυροσβεστική για να δηλώσω τρεις ανθρώπους μου ως αγνοούμενους. Εκεί μου έδωσαν άλλο νούμερο σταθερού, το οποίο τηλέφωνο δεν το απαντούσε κανείς. Και μετά από περίπου 10 λεπτά με κάλεσε η Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης για να δηλώσω τους αγνοούμενους, όπου αυτό έκανα για να το μεταφέρουν στην Αθήνα. Ποτέ δεν με πήρε κάνεις πίσω για να με ενημερώσει για οτιδήποτε. Μόνη μου βρήκα πού νοσηλευόταν η αδελφή μου και μετά από διαδικασία DNA διαπίστωσα το θάνατο των γονιών μου».
Η κατάθεση αξιωματικού που πέταξε πάνω από τη φωτιά στο Μάτι
Άκρως αποκαλυπτική για τις συνθήκες που επικρατούσαν σε Νέο Βουτζά και Μάτι το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, και τις εκτεταμένες επιχειρησιακές δυσλειτουργίες που καταγράφηκαν, είναι η κατάθεση του αρχιπυράρχου Χρήστου Λάμπρη, ο οποίος πέταξε πρώτος πάνω από το μέτωπο της φωτιάς με το ελικόπτερο συντονισμού της Πυροσβεστικής και μετέφερε εικόνα στο συντονιστικό κέντρο. Το μεσημέρι της 9ης Αυγούστου, ο κ. Λάμπρης μετέβη στην Εισαγγελία και απάντησε στις ερωτήσεις του αντεισαγγελέα Εφετών Ηλία Ζαγοραίου και των συνεργατών του. Το περιεχόμενο της κατάθεσης δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα “Καθημερινή”.
«Μετά από μία ώρα πτήσης στην περιοχή της Κινέτας και στο Καλαμάκι με το συντονιστικό ελικόπτερο της Πυροσβεστικής, πήρα εντολή από τον υπαρχηγό επιχειρήσεων κ. Ματθαιόπουλο στις 4.59 μ.μ. να μεταβώ με το ελικόπτερο στην περιοχή της Πεντέλης, όπου υπήρχε μια ανεξέλεγκτη φωτιά. Πήραμε πορεία κατευθείαν για εκεί», αναφέρει στην αρχή της κατάθεσής του ο 52χρονος αξιωματικός της Πυροσβεστικής.
«Όταν φτάνετε εκεί, τι πρωτοαντικρίζετε και ποιον ενημερώνετε;», τον ρωτά ο εισαγγελέας.
«Από τον ασύρματο, συχνότητα 15, είχα ακούσει ότι βρίσκεται εκεί ο “Αρης Αθηνών” κ. Παναγιωτόπουλος. Τον ενημέρωσα για τη φωτιά και του είπα ότι πάει για τον Βουτζά, ότι βρίσκεται κάτω από το Λύρειο Ιδρυμα».
«Υπήρχε εκείνη τη στιγμή δυνατότητα επικοινωνίας με το συντονιστικό κέντρο (ΕΣΚΕ);», επανέρχεται ο εισαγγελέας.
«Με το ΕΣΚΕ δεν επικοινωνούσα απευθείας με τον ασύρματο, πήρα όμως τον κ. Ματθαιόπουλο γύρω στις 5.20 μ.μ. και τον ενημέρωσα ότι η φωτιά έχει κατεύθυνση προς Βουτζά», απαντά ο κ. Λάμπρης.
«Για την ένταση ενημερώσατε;», τον ρωτάει ο εισαγγελέας.
«Δεν το θυμάμαι», απαντά εκείνος. «Σίγουρα έδωσα την κατεύθυνση της φωτιάς και τη δυσκολία της. Ήταν μια πολύ δύσκολη φωτιά».
Στην πορεία της κατάθεσής του ο αρχιπύραρχος αναφέρει ότι, τη στιγμή που έφτασε στο μέτωπο, ρίψεις νερού πραγματοποιούσε μόνο ένα πυροσβεστικό ελικόπτερο Erickson S-64 και διευκρινίζει ότι ο ίδιος δεν ενεπλάκη στον συντονισμό τής από αέρος επιχείρησης κατάσβεσης, καθώς γνώριζε ότι λόγω έλλειψης καυσίμου θα έπρεπε να επιστρέψει σύντομα στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας για ανεφοδιασμό. Λέει ακόμα ότι ενώ πετούσαν πάνω από τη φωτιά, διέκριναν στο έδαφος μόνο δύο υδροφόρες, δίχως να μπορούν να πουν με βεβαιότητα εάν ήταν της Πυροσβεστικής ή εθελοντών. «Φύγαμε περίπου στις 5.30 μ.μ. λόγω καυσίμων. Μαζί μου ήταν ο επιπυραγός κ. Αναστασόπουλος, ο οποίος μου επιβεβαίωσε ότι ενημέρωσε για την κατεύθυνση της φωτιάς προς Νέο Βουτζά».
Ο κ. Ζαγοραίος και οι συνεργάτες του θέτουν εκ νέου στον αρχιπύραρχο τα ερωτήματα «ποιος ήταν αρμόδιος να δώσει εντολή στα εναέρια μέσα να πάνε στο σημείο» και ζητούν την εκτίμησή του σχετικά με το εάν αξιολογήθηκαν σωστά η δύναμη και η ένταση της πυρκαγιάς. «Τη στιγμή που είδα εγώ τη φωτιά, θεωρούσα ότι ήταν πιθανό στην επόμενη κορφή να έσπαγε ο καπνός και να μπορούσαν να ρίξουν (σ.σ.: τα εναέρια)», καταθέτει ο κ. Λάμπρης και συνεχίζει: «Αυτή η πυρκαγιά είχε κάποια χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι ότι είχε συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση. Πιστεύω ότι με τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν υπήρχε δυνατότητα να εκτιμηθούν οι χρόνοι, έβλεπες ότι είναι μια δύσκολη φωτιά», εξηγεί. Ο κ. Ζαγοραίος τού απευθύνει το ερώτημα: «Ένας μέσος πυροσβέστης μπορούσε να δώσει εκτίμηση για πιθανή εντολή εκκένωσης;». Απαντά ο 52χρονος αξιωματικός: «Ως προς τον χώρο ναι, αλλά ως προς τον χρόνο πιθανώς η εκτίμηση να ήταν λάθος». Επανέρχεται ο εισαγγελέας: «Εκτίμησαν τον χρόνο λάθος;». «Εκτιμώ ότι μπορεί να εκτιμήθηκαν και λάθος οι χρόνοι», καταλήγει ο κ. Λάμπρης.
ΠΗΓΕΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ