Μια άγρια συμμορία «ποντικών» με αρχηγό τον «Μαραντόνα» όπως ήταν το ψευδώνυμο του και άλλα 7 μέλη τσιγγάνικων οικογενειών, που τους τελευταίους 8 μήνες πραγματοποίησε δεκάδες επιθέσεις σε όλη την Αττική με λεία εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ εξάρθρωσε η Ασφάλεια.
Μάλιστα ένα από τα θύματα του είναι γνωστός επιχειρηματίας των νοτίων προαστίων Δημήτρης Φιντιρίκος, καθώς όπως αναφέρεται στη δικογραφία δέχθηκε επίθεση και συγκεκριμένα «Περί την 21:25 ώρα της 17-04-2023, αφού παραβίασαν παράθυρο υπνοδωματίου στην επί της οδού Τροίας στη Βούλα διώροφη μονοκατοικία, εισήλθαν σε αυτή και αφαίρεσαν το χρηματικό ποσό των -1.500- ευρώ και τέσσερα ρολόγια συνολικής αξίας -130.000- ευρώ».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τη δικογραφία… «Οι κατηγορούμενοι, έχοντας συναποφασίσει τη διάπραξη πλημμελημάτων και κακουργημάτων, ενώθηκαν και συνέστησαν επιχειρησιακά δομημένη ομάδα, με διακριτούς ρόλους και διαρκή δράση. Τα μέλη της οργάνωσης είχαν υποτάξει τη βούληση τους σ’ αυτή και δρώντας από κοινού, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό, τουλάχιστον από τα τέλη του μηνός Μαρτίου του έτους 2023, προέβαιναν σε διαρρήξεις οικιών στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής».
Πως χτυπούσαν
Ως προς τον τρόπο δράσης τους προέκυψε ότι, τόσο πρωινές προς μεσημβρινές ώρες όσο και απογευματινές προς βραδινές ώρες, προσέγγιζαν τις οικίες – στόχους επιβαίνοντες σε «επιχειρησιακά οχήματα» και αφού προέβαιναν στην παραβίαση θυρών μπαλκονιού ή παραθύρων, κατά περίπτωση, εισέρχονταν σ’ αυτές και αφαιρούσαν χρηματικά ποσά, κοσμήματα και τιμαλφή μεγάλης χρηματικής και ιδιαίτερα συναισθηματικής αξίας.
Προτού εισέλθουν στις οικίες, οι δράστες χτυπούσαν επανειλημμένα τα κουδούνια αυτών και όταν αντιλαμβάνονταν ότι οι ένοικοι απουσιάζουν, πραγμάτωναν τις έκνομες ενέργειες τους. Επιπρόσθετα, στο στάδιο της κατόπτευσης εφόσον διαπίστωναν ότι υπήρχε τοποθετημένο σύστημα συναγερμού ή κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, προέβαιναν στην αποκόλληση – καταστροφή ή τη στρέβλωση των εγκαταστάσεων των συστημάτων ασφαλείας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Απώτερος σκοπός των ενεργειών τους ήταν να μην ειδοποιηθούν οι ιδιοκτήτες των κατοικιών και μετέπειτα οι Αστυνομικές Αρχές, αλλά και να μην καταγραφούν οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά τους, όσο διαρκεί η αξιόποινη πράξη τους. Μάλιστα, κατά τη διάπραξη των κλοπών ελάμβαναν υψηλότατα μέτρα αυτοπροστασίας, καθόσον φρόντιζαν να καλύπτουν όλα τα μέρη του σώματός τους, χρησιμοποιώντας διάφορα αξεσουάρ (μακρυμάνικες μπλούζες, μακριά παντελόνια, γάντια, μάσκες μίας χρήσης, καπέλα) αφήνοντας ακάλυπτο μόνο μέρος του προσώπου τους.
Η κίνηση τους αυτή, αφενός ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες αναγνώρισης τους σε μεταγενέστερο χρόνο και αφετέρου, εκμηδένιζε την πιθανότητα εγκατάλειψης βιολογικού υλικού ή αποτυπωμάτων στο χώρο των κλοπών.
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό «Τα μέλη της οργάνωσης συνδέονταν με στενές φιλίες, ενώ πέραν αυτών, η κοινή καταγωγή και οι πολιτισμικές καταβολές, ενίσχυαν την πίστη και υποταγή των μελών στη βούληση της ομάδας, σε βαθμό τέτοιο που ουδείς προέβαινε σε οποιαδήποτε ενέργεια, δίχως τη σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση του Αρχηγού της οργάνωσης, ο οποίος οργάνωνε τη δράση της και ήταν ενεργό μέλος της κατά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων.
Για την επίτευξη του κεντρικού τους στόχου που ήταν ο παράνομος πλουτισμός, χρησιμοποιούσαν «επιχειρησιακά» οχήματα, τα οποία είτε ήταν μισθωμένα από εταιρείες ενοικιάσεων, είτε ήταν καταχωρημένα σε άλλα άτομα της φυλής «ΡΟΜ». Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις αφαιρούσαν από αυτά τις κρατικές πινακίδες κυκλοφορίας έχοντας ως απώτερο σκοπό να παραπλανήσουν τις Αστυνομικές Αρχές, ενώ σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτοί, να καταστεί δυσχερής η ταυτοποίηση τους και η διασύνδεση τους με τις αξιόποινες πράξεις».