Δεν δικαιούνται δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων καθώς και επίδομα θερινής άδειας. Που βασίζεται το σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Γιατί απορρίφθηκαν οι περσινές θετικές αποφάσεις του ΣΤ' Τμήματος του ΣτΕ. Άδοξα φαίνεται πως κλείνει το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής στους εργαζομένους.
Μόλις μερικές ημέρες πριν από τις Ευρωεκλογές, σύμφωνα με πληροφορίες, σε κεκλεισμένων των θυρών διάσκεψη του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκαν συνταγματικές οι περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας (13ος και 14ος μισθός) των εν ενεργεία υπαλλήλων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Η εξέλιξη αυτή ήρθε παρά τις περσινές θετικές αποφάσεις του του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012 αλλά και την εισήγηση υπέρ της αντισυνταγματικότητας που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της διάσκεψης.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης των υποθέσεων στην Ολομέλεια του ΣτΕ, εισηγήτρια των υποθέσεων ήταν η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου. Λόγω ωστόσο σοβαρού οικογενειακού ζητήματος της εισηγήτριας, η πρόεδρος του ΣτΕ Κατερίνα Σακελλαροπούλου, όρισε νέα, τη σύμβουλο Επικρατείας Ελένη Παπαδημητρίου η οποία και είχε ετοιμάσει 13σέλιδη εισήγηση για τη διάσκεψη.
Κατά πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, η νέα εισηγήτρια που ορίστηκε, η Ελένη Παπαδημητρίου, τάχθηκε με τις θέσεις του ΣΤ΄ Τμήματος, δηλαδή, υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν εκτός Αθηνών.
Η κυρία Παπαδημητρίου με την εισήγησή της τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των περικοπών των τριών δώρων και της αντίθεσης των περικοπών με το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η εισηγήτρια επικαλέστηκε και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι «λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διορθωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές».
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κπρο του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη.
Αντίθετα, σύμφωνα με την εισηγήτρια «οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».
Την ίδια στιγμή, τόνισε ότι οι περικοπές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.
Η εισηγήτρια επικαλέστηκε και απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (4327/2014) τονίζοντας ότι «η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστη μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως τη εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».
Τελικά, η εισήγηση δεν έγινε αποδεκτή και κατά πληροφορίες, κατά πλειοψηφία κρίθηκαν συνταγματικές οι επίμαχες περικοπές των τριών δώρων των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κλείσει το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής τους στους εργαζόμενους.