Οι αποφάσεις αυτές (υπ΄ αριθμ. 445-447/2017 ) ωστόσο δεν είναι οριστικές καθώς λόγω σπουδαιότητας παραπέμφθηκε το όλο θέμα προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Το ΣτΕ ασχολήθηκε με το ζήτημα με αφορμή πρόσφυγες του σωματείου Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και δύο Σύριων, οι οποίοι ζητούν, μεταξύ των άλλων, να μην επιστρέψουν στην γείτονα χώρα και να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής Ασύλου, με τις οποίες είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτα τα αιτήματα τους να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα και να τους παρασχεθεί άσυλο στην Ελλάδα.
Η 7μελής σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ έκρινε πως ο νόμος 4375/2016 προβλέπει ότι οι Ελληνικές αρχές απορρίπτουν αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτή στη περίπτωση που μια χώρα συνιστά ασφαλή τρίτη χώρα για τον αιτούντα άσυλο.
Επιπλέον στις αποφασεις επισημαίνεται ότι για να είναι ασφαλής μια χώρα δεν απαιτείται «να έχει επικυρώσει τη Σύβαση γης Γενεύης (και μάλιστα χωρίς γεωγραφικό περιορισμό) αλλά αρκεί η χορηγούμενη στη χώρα αυτή προστασία του πρόσφυγα να είναι ισοδύναμη προς την προστασία που αναγνωρίζεται από τη Σύμβαση της Γενεύης».
Σύμφωνα με το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ότι ο νόμος 4375/2016 προέβλεψε ως κριτήριο για «να θεωρηθεί μια χώρα ως ασφαλής, ο αιτών άσυλο να έχει σύνδεσμο με την εν λόγω χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να μεταβεί σε αυτή».
Παραλλαγής από το ΣτΕ απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων πως οι επίμαχες ανεξάρτητες επιτροπές προσφύγων είναι αντισυνταγματικές καθώς το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη συμμετοχή εν ενεργεία δικαστών σε ανάλογες επιτροπές, ενώ παράλληλα η επιλογή των δικαστών (Διοικητικοί Εφέτες) έγινε από το γενικό Επίτροπο Επικρατείας των Διοικητικών Δικαστηρίων και όχι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ή μετά από κλήρωση.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ