Ειδικότερα, στο νόμο 4055 (προστέθηκε στο άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών παράγραφος 24) προβλεπόταν πως :«Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο δικαστικός λειτουργός δεν δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής παιδιού, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ο σύζυγος του δικαστικού λειτουργού ανίκανος να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού».
Τελικά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη καταλήγοντας πως στο νόμο 4055/2012 «δεν γίνεται επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος σχετικά με προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές στη συγκεκριμένη κατηγορία δικαστικών λειτουργών».
Επιπλέον, οι σύμβουλοι επικρατείας επικαλούμενοι την συνταγματική επιταγή επισημαίνουν πως από αυτήν «απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίζει ρυθμίσεις για τη χορήγηση άδειας με σκοπό την ανατροφή των τέκνων των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δικαστικοί λειτουργοί». Η ίδια υποχρέωση απορρέει όπως τονίζουν Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί αρχή του ενωσιακού δικαίου περί «συμφιλιώσεως της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής».
Το ΣτΕ επιλήφθηκε με το ζήτημα με αφορμή την άρνηση της αρμόδιας διεύθυνσης του υπουργείου Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια 9 μηνών με αποδοχές για την ανατροφή του τέκνου της σε πρωτοδίκη.