Τρεις συνδικαλιστικές οργανώσεις και έξι δημόσιοι υπάλληλοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της σύστασης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).
Συγκεκριμένα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγαν η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, η Ομοσπονδία Τελωνειακών Υπαλλήλων Ελλάδος, η Ομοσπονδία Συλλόγων Υπουργείου Οικονομικών και έξι πρώην υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών και νυν υπάλληλοι της ΑΑΔΕ.
Με την προσφυγή ζητείται να κριθεί αντισυνταγματική και παράνομη η σύσταση της Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που προβλέφθηκε με το νόμο 4389/2016 και λειτουργεί από 1η Ιανουαρίου 2017 καταργώντας ουσιαστικά στην πράξη βασικές και καθοριστικές αρμοδιότητες του υπουργείου Οικονομικών. Με τον ιδρυτικό νόμο 4389/2017 (επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων) από η ΑΑΔΕ 1.1.2017 ανέλαβε τον νευραλγικό τομέα της είσπραξης των εσόδων του κράτους και της οργάνωσης των φορολογικών και τελωνειακών ελέγχων με δυνατότητα παρέμβασης στο νομοθετικό φορολογικό έργο.
Οι προσφεύγοντες στο ΣτΕ ζητούν να ακυρωθεί ως αντισυνταγματικός και παράνομος ο οργανισμός της ΑΑΔΕ που εκδόθηκε με την υπ΄ αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960/2017 απόφαση της Αρχής που υπογράφεται (10.3.2017) από τον διοικητή της Γεώργιο Πιτσιλή.
Παράλληλα, προσβάλλουν και ως αντισυνταγματικό τον ιδρυτικό νόμο της ΑΑΔΕ.Στην αίτησή τους υπογραμμίζουν ότι η σύσταση της εν λόγω ανεξάρτητης Αρχής είναι αντίθετη στις επιταγές του Συντάγματος καθώς αφενός ανατίθενται σε αυτήν αρμοδιότητες του στενού πυρήνα του κράτους και αφετέρου είναι πολιτικά ανεύθυνη και δεν υπόκειται σε πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο, παρότι υποκαθιστά την Κυβέρνηση. Επιπλέον, τονίζουν ότι η σύσταση της επίμαχης ανεξάρτητης Αρχής παραβιάζει τα άρθρα 82, 84 και 86 του Συντάγματος, καθώς δεν μπορεί να τις καταλογιστεί πολιτική ευθύνη, όπως αναγνωρίζεται από το κοινοβουλευτικό σύστημα στα μέλη της Κυβέρνησης.
Συνεπώς, όπως επισημαίνεται στην προσφυγή, οι αρμοδιότητες της Αρχής -σε αντίθεση με τις Συνταγματικές επιταγές- την καθιστούν φορέα στην ουσία νομοθετικής εξουσίας, που υποκαθιστά εν τέλει την Κυβέρνηση.Εξάλλου, η ανάθεση στην Αρχή αρμοδιοτήτων που εμπίπτουν στον στενό κρατικό πυρήνα της κρατικής εξουσίας, πλέον του ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην νομολογία του ΣτΕ, μεταφράζεται στο ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί από τα αρμόδια υπουργεία, δεν λογοδοτεί και δεν έχει ευθύνες, παρά τις περί αντιθέτου προβλέψεις του κοινοβουλευτικού συστήματος και της εκτελεστικής εξουσίας.
Επιπλέον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται αντισυνταγματικότητα του οργανισμού της Αρχής στηριζόμενοι στο γεγονός πως έπρεπε να εκδοθεί με σχετικό Προεδρικό Διάταγμα και όχι με απόφαση του διοικητή της, όπως έγινε τώρα. Σε άλλο σημείο της προσφυγής αναφέρεται ότι οι μόνιμοι Δημόσιοι υπάλληλοι, ότι από την μεταφορά τους από το υπουργείο, τα τελωνεία, κ.λπ. στην επίμαχη Αρχή υπέστησαν δυσμενή υπηρεσιακή μεταβολή, λόγω των νέων διαρθρώσεων που υπάρχουν εκεί, στον τρόπο επιλογής και τοποθέτησης των προϊσταμένων, ενώ διαφοροποιούνται προς το δυσμενέστερο η υπηρεσιακή εξέλιξη και αξιολόγησή τους, κ.λπ.
Ακόμη, καθίσταται επισφαλής η υπηρεσιακή τους κατάστασης και εξέλιξη λόγω της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που έχει ο διοικητής της εν λόγω Αρχής, η οποία δεν υπάγεται σε κανένα έλεγχο.