Συνταγματική κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας η ρύθμιση για την αναστολή χορήγησης των συντάξεων σε όσους έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση πάνω από έξι μήνες και το χρονικό διάστημα που εκτίουν την ποινή τους σε κατάστημα κράτησης με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις της υφ’ όρων απόλυσης με “βραχιολάκι”, της μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία κ.λπ.
Στο σκεπτικό τους, οι σύμβουλοι επικρατείας επισημαίνουν ότι η αναστολή της καταβολής της σύνταξης «δεν έχει ως κύριο σκοπό την αποτροπή των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή την εκδήλωση αποδοκιμασίας για την επιδειχθείσα εγκληματική συμπεριφορά τους ή την επιβολή σε αυτούς μιας επί πλέον κύρωσης, αλλά στοχεύει πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος σκοπού να μην υφίσταται το κοινωνικό σύνολο τη διπλή οικονομική επιβάρυνση της καταβολής στον εκτίοντα την ποινή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο που την εκτίει και της ανάληψης από το Δημόσιο των δαπανών διαβίωσής του κατά τον ίδιο χρόνο».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολήθηκε με το ζήτημα με αφορμή την υπόθεση ενός συνταξιούχου του ΙΚΑ, ο οποίος το 2002 καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο σε ισόβια κάθειρξη για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση η οποία τελέστηκε τον Μάρτιο του 2001 σε βάρος της συζύγου του. Μετά την καταδικαστική απόφαση το ΙΚΑ, σε εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου (α.ν.) 1846/1951, ανέστειλε την καταβολή της κύριας και επικουρικής σύνταξης του καταδικασθέντα και παράλληλα καταλογίστηκαν σε βάρος του, εντόκως, τα ποσά της σύνταξης που του είχαν ήδη καταβληθεί από 1.7.2002 έως 31.1.2003.
Εκείνος προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια, υποστηρίζοντας, ότι ο α.ν. 1846/1951, αντιβαίνει στις συνταγματικές επιταγές, με το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών να τον δικαιώνουν.
Στη συνέχεια, ο e-EΦΚΑ προσέφυγε στο ΣτΕ και ζήτησε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση και το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 1254/2021 απόφασή του έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι δεν παραβιάζονται άρθρα του Συντάγματος από τις διατάξεις του α.ν. 1846/1951, και ανέπεμψε στο Εφετείο για νέα εκδίκαση.
Ωστόσο, υπήρξε και η μειοψηφία μιας συμβούλου η οποία είχε την άποψη ότι «το άρθρο 29 α.ν. 1846/1951 αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 22 παρ. 5 Συντ., διότι προβλέπεται με αυτήν η πλήρης αποστέρηση του εκτίοντος την στερητική της ελευθερίας ποινή, κατά το διάστημα εκτίσεως της εν λόγω ποινής, από το απορρέον από την κοινωνικοασφαλιστική σχέση δικαίωμά του προς λήψη συντάξεως για λόγους μη συνδεομένους προς την σχέση τούτου με τον οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή λόγους μη τελούντες σε συνάφεια με το σκοπό απονομής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, ο οποίος συνίσταται στην, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του άμεσα ή του έμμεσα ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρατος, ασθενείας, αναπηρίας, θανάτου κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται ή τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν ο συνταξιούχος διαθέτει και άλλους πόρους ικανούς να καλύψουν τις βιοτικές ανάγκες του».