Προφυλακίστηκε ο ιερέας από τα Κάτω Πατήσια ο οποίος συνελήφθη μετά από καταγγελία 16χρονου σήμερα κοριτσιού πως το βίασε.
Ο κατηγορούμενος, σε βάρος του οποίου υπήρξαν στη συνέχεια κι άλλες καταγγελίες, αρνήθηκε ενώπιον του ανακριτή τις αποδιδόμενες κατηγορίες.
Ωστόσο, οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν ανακριτή και εισαγγελέα με αποτέλεσμα να κριθεί προσωρινά κρατούμενος και να πάρει το δρόμο για τις φυλακές.
Τι υποστηρίζει στο υπόμνημα
Ο κατηγορούμενος στο απολογητικό του υπόμνημα αρνήθηκε πως βίασε το ανήλικο κορίτσι και επικαλέστηκε την ιατροδικαστική έκθεση που σύμφωνα με τον ίδιο επιβεβαιώνει του ισχυρισμούς του.
Παράλληλα, υποστηρίζει πως δεν είναι ύποπτος φυγής και δεν έπρεπε να συλληφθεί με ένταλμα σύλληψης.
Αναλυτικά στο απολογητικό του υπόμνημα ο κατηγορούμενος αναφέρει:«Οι αποδιδόμενες σε μένα κατηγορίες φέρονται ότι διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια του χρονικού διαστήματος από τον Δεκέμβριο του 2019 έως τον Μάϊο του 2020. Καταγγέλθηκαν το πρώτον, τον Οκτώβριο του 2021. Το ένταλμα συλλήψεως εις βάρος μου, με αριθμό 1/2022, το εκδώσατε στις 20/1/2022, ότε και συνελήφθην και προσήχθην ενώπιόν σας.
Δεν συνελήφθην στο πλαίσιο αυτόφωρης τέλεσης κακουργήματος, όπως επιβάλλεται να συμβαίνει, αλλά με ένταλμα σύλληψης, χρονικά πολύ μακριά από την περιγραφόμενη τέλεση των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούμαι (2020 -2022), αλλά και επιπλέον χρονικά πολύ μακριά, από τις ληφθείσες προανακριτικές καταθέσεις και την δημιουργία της προανακριτικής δικογραφίας (10/21-1/22).
Ως αιτιολογία του εντάλματος σύλληψης αναφέρεται ότι: «Από την μέχρι τώρα διενεργηθείσα επί της προκείμενης υπόθεσης αστυνομική προανάκριση και κύρια ανάκριση, συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος έχει τελέσει τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, εκ των οποίων η πρώτη, Τρίτη και τέταρτη είναι κακουργηματικής φύσης και τιμωρούνται με κάθειρξη.
Επιπλέον, με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των ως άνω αδικημάτων, της ευαίσθητης ηλικίας του θύματος (14 ετών), της μεθοδικής και συστηματικής προσέγγισης αυτής και της καλλιέργειας κλίματος εμπιστοσύνης στο πλαίσιο εκμετάλλευσης της ιδιότητάς του ως κληρικού, με απώτερο στόχο την τέλεση των ανωτέρω πράξεων, της εξακολουθητικής εγκληματικής ροπής του κατηγορουμένου, συνεκτιμώντας την ως άνω ιδιότητά του και το γεγονός ότι τυγχάνει και υπεύθυνος κατηχητικών σχολείων της ενορίας όπου υπηρετεί, ερχόμενος σε επαφή με άλλους ανήλικους, κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει άλλα εγκλήματα, επομένως θεωρείται αναγκαία η σύλληψή του».
Η αιτιολογία του εντάλματος σύλληψης αναφέρεται: 1) σε αδικήματα που φέρονται τελεσθέντα 2 χρόνια πριν την έκδοση του εντάλματος, 2) 3 μήνες μετά την καταγγελία τους ενώπιον της προανακριτικής αρχής, 3) στην ιδιότητά μου ως κληρικού και κατηχητή στην ενορία Αγ. Δημητρίου Όπλων.
Η χρονική απόσταση τόσο από την περιγραφόμενη τέλεση των αδικημάτων, όσο και από την καταγγελία τους, το γεγονός ότι στο μεταξύ, δεν υπάρχει καμία ένδειξη τέλεσης εκ μέρους μου άλλου αδικήματος (ούτε στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από το 2020, ούτε στους 3 μήνες που μεσολάβησαν από την καταγγελία), επιπλέον δε η θέση μου ως κληρικού, σε αργία, (με απόφαση της Αρχιεπισκοπής, μετά την δημοσίευση της εις βάρος μου εκκρεμούσης δικογραφίας), αποδεικνύουν την εξαρχής έλλειψη ερείσματος του εντάλματος σύλληψής σας και πάντως, σήμερα, το εκ θέσεως αδύνατον τέλεσης νέων αδικημάτων εκ μέρους μου, σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στο ένταλμά Σας, καθώς ήδη δεν θα έχω καμία πρόσβαση στον ναό, ή σε ανήλικους εκ της ιδιότητάς μου, ως κληρικού.
Αν πράγματι υπήρχαν ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους μου των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούμαι, (θα αναφερθώ κατωτέρω), ροπή μου προς την τέλεση όμοιων αδικημάτων και άρα κίνδυνος να τελέσω τέτοιας φύσεως αδικήματα, τότε στο χρονικό διάστημα τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2021 που καταγγέλθηκαν και η αστυνομία ερευνούσε σχετικά με το πρόσωπό μου, θα είχα συλληφθεί επ’αυτοφώρω να τελώ παρόμοιο αδίκημα. Σε κάθε περίπτωση, η επέκεινα θέση μου σε αργία αφαιρεί το βασικό σας επιχείρημα, ότι έρχομαι σε καθημερινή επαφή με ανήλικους, ως κληρικός και κατηχητής.
Και πάντως, δεν ήμουν ούτε άγνωστης διαμονής, ούτε φυγόδικος, ούτε παρασκεύαζα την φυγή μου, κατά την διάρκεια των 3 μηνών που ήταν γνωστή στις διωκτικές αρχές η εις βάρος μου καταγγελία, ώστε να δικαιολογείται η εξαιρετική περίπτωση έκδοσης εντάλματος συλλήψεως, αντί της ορθής πεπατημένης, της ενδεδειγμένης κλήσης μου σε τακτική απολογία.
Προσέτι, η ίδια η διατύπωση στο ένταλμα σύλληψής μου, «κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει», επιρρωνύει την παντελή έλλειψη επιχειρημάτων περί επικινδυνότητάς μου.
Αφενός η έκφραση «αν αφεθεί ελεύθερος», προσιδιάζει σε ήδη κρατούμενο, ΟΜΩΣ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, κατά την εκτέλεση του εντάλματος. Αφετέρου αν συνέτρεχαν πράγματι οι αναφερόμενοι στο ένταλμα σύλληψής μου, όροι επικινδυνότητάς μου, μετά βεβαιότητας θα είχα συλληφθεί να τελώ επ’αυτοφώρω αδικήματα, και δεν θα πραγματοποιείτο η σύλληψή μου διά του εκδοθέντος, (χωρίς να πληρούνται οι όροι του νόμου), εντάλματος συλλήψεως 2 χρόνια μετά την φερόμενη τέλεση των αδικημάτων.
Επειδή κατά συνέπεια, απέδειξα πλήρως, ότι δεν συντρέχουν οι όροι του 276 ΚΠΔ, στο εκδοθέν ένταλμα συλλήψεώς μου, ζητώ την άμεση ανάκλησή του…
Τα αδικήματα περί την γενετήσια ελευθερία, είναι δυσκόλως ανιχνεύσιμα, διότι συνήθως, στηρίζονται μόνο σε μαρτυρίες. Κατά συνέπεια το συνήθως συμβαίνον είναι να εξαγάγονται συμπεράσματα από την δικαστική αρχή με αξιολόγηση, του λόγου της καταγγέλουσας-παθούσας, προς τον λόγο του κατηγορουμένου. Η έμφυτη τάση των ανθρώπων είναι να πιστεύουμε τον καταγγέλλοντα, με την μόνιμη αναρώτηση «γιατί να το πει αυτό η καταγγέλλουσα αν δεν έχει συμβεί», (αντίθετα βεβαίως στα δικαστικά θέσφατα του τεκμηρίου αθωότητας που απαιτεί δικανική πεποίθηση, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας).
Στην περίπτωσή μου όμως, κι ευτυχώς για μένα, η ανήλικη (και η οικογένειά της που με καταγγέλλουν), αναφέρεται σε γεγονότα ευχερώς και αντικειμενικά διαγνώσιμα.
Η αποδιδόμενη σε βάρος μου κατηγορία, μεταξύ άλλων, αφορά την ολοκλήρωση συνουσίας, κατά φύσει και παρά φύσει με την ανήλικη.
Παρότι λοιπόν, τουλάχιστον 3 φορές, φέρεται κατά την καταγγέλλουσα, ότι ολοκλήρωσα τις πράξεις του βιασμού με συνουσία, και παρά φύσει μαζί της, και άλλες ασελγείς πράξεις, (διά των οποίων, θα είχε μετά βεβαιότητας διαρραγεί ο παρθενικός της υμένας), με συνοδά, μάλιστα, σχόλια και εκφράσεις που μου αποδίδονται, (περί απωλείας της παρθενίας της, κλπ), κι ενώ έπρεπε όλα αυτά να επιστηρίζονται και να αποδεικνύονται πλήρως από την διακόρευση της ανήλικης, η ιατροδικαστική έκθεση με δικαιώνει πλήρως.
Συγκεκριμένα, η διευθύντρια του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, καθηγήτρια, κυρία Χαρά Σπηλιοπούλου και ο ακαδημαϊκός υπότροφος κύριος Κάτσος, διαπίστωσαν πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο παρθενικός υμένας είναι άθικτος, δεν έχει διαρραγεί, και ειδικότερα, ότι «δεν διαπιστώθηκαν κακώσεις στα γεννητικά όργανα και τον πρωκτό, οι οποίες να υποδηλώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας άσκηση σεξουαλικής βίας στην ανήλικη, καθώς οι ατελείς εντομές στον παρθενικό υμένα ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΑΥΤΟΥ». Άρα σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για ρήξη παρθενικού υμένα, γεγονός στο οποίο επανειλημμένως αναφέρεται μετά βεβαιότητας η καταγγέλλουσα ότι συνέβη.
Δεδομένου ότι το μείζον αποδείχθηκε, αντικειμενικά και απόλυτα, ψευδές, δεν υπάρχει χρεία διερεύνησης του ελάσσονος (ασελγών πράξεων κλπ), ούτε των κινήτρων της καταγγέλλουσας που είναι αδιάφορα για την διαπίστωση και απόδειξη της βασιμότητας της εις βάρος μου κατηγορίας.
[Εξάλλου, το νεαρό της ηλικίας της και τα προγράμματα που έβλεπε στην τηλεόραση (13 reasons why), θα ήταν επαρκή ως κίνητρα, καθώς η σειρά αυτή ιστορεί τους 13 λόγους για τους οποίους ένα όμορφο κορίτσι αυτοκτόνησε, επειδή βιάσθηκε από έναν συμμαθητή της και όλοι οι φίλοι, συμμαθητές, γονείς, καθηγητές της απέδειξαν ότι πρέπει να αυτοκτονήσει, διότι δεν είναι σημαντική για κανέναν…. Αυτά τα απαράδεκτα προγράμματα, καθοδηγούν τον ψυχισμό, το συναίσθημα και τις πράξεις των εφήβων μας και μπορεί να τους οδηγήσουν σε αποτρόπαιες πράξεις, αυτοκτονίας, ή ψευδών καταγγελιών, καθώς επιφέρουν ταύτιση με την πρωταγωνίστρια. Ιδιαίτερα το απόσπασμα, «είχα χαθεί, δεν ένιωθα το σώμα μου», κλπ που κατέθεσε η ανήλικη, ταυτίζεται με απόσπασμα από την σειρά που εκφωνεί η πρωταγωνίστρια.
Κατά συνέπεια, με βάση τα αντικειμενικά στοιχεία, δεν υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης των κακουργηματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι.
Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα, μέρος του οποίου, κατηγορούμαι, την δηλαδή την 8/4/2020 είχα υποστεί πάρεση προσωπικού νεύρου, είχε παραλύσει το πρόσωπό μου δεξιά, υποβλήθηκα σε μαγνητική τομογραφία και έλαβα κορτιζονούχα θεραπεία. Το πρόβλημα αυτό με απασχόλησε σοβαρά για 2 περίπου μήνες, πριν και μετά την ημερομηνία της 8/4.
Επιπλέον, ουδέποτε στο παρελθόν έχω συλληφθεί για οιαδήποτε αξιόποινη πράξη κακουργηματικού ή πλημμεληματικού χαρακτήρα ούτε καν για απλή τροχονομική παράβαση.Πάντα σεβόμουνα και τηρούσα τους νόμους του κράτους και τους κανόνες της κοινωνίας.
Είμαι 36 χρονών πατέρας τριών ανήλικων παιδιών, διαβιώ μετά της συζύγου μου, πρεσβυτέρας, και έχω υποστηρικτικό περιβάλλον, τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, επίσης ιερείς, οι οποίοι με στηρίζουν και θα με επιτηρούν, εφεξής, προς άρσιν κάθε ανησυχίας σας.
Το σημαντικότερο όμως στην περίπτωσή μου είναι να κριθεί εάν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται από το άρθρο 282 ΚΠΔ για την επιβολή σε βάρος μου προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων.
Στην προκειμένη περίπτωση με βάση την ασκηθείσα σε βάρος μου ποινική δίωξη, αλλά και την προσεκτική μελέτη των πραγματικών περιστατικών προκύπτει κατ’ αρχήν ότι εγώ ουδέποτε τέλεσα τα αδικήματα που μου αποδίδονται, και ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑ ΚΑΘ’ ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΣΤΙΣ ΩΣ ΑΝΩ ΑΠΟΔΙΔΟΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ…»
Η δικηγόρος του Ειρήνη Μαρούπα μετά το πέρας της απολογίας επισήμανε σε δηλώσεις της: «Η Δικαιοσύνη οφείλει να αποδίδεται με βάση τις αποδείξεις, όχι με το συναίσθημα. Τα αντικειμενικά στοιχεία της δικογραφίας, αποδεικνύουν ότι ο βιασμός της καταγγέλλουσας ανήλικης, με συνουσία κατά φυσει και παρά φυσει, επανειλημμενως, δεν συνέβησαν ποτέ.
Ιδίως η ιατροδικαστική εξέταση αποκλείει τον βιασμό καθώς δεν υφίσταται διάρρηξη του παρθενικοί υμένα.Ο ποινικός κώδικας και η ποινική δικονομία ισχύουν για όλους τους κατηγορούμενους και όλα τα αδικήματα.
Ο Πατηρ Στέφανος δεν είναι ύποπτος φυγής, ούτε επικίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων. Το αποδεικνύει αυτό, το χρονικό διάστημα των 2 ετών από την φερόμενη διάπραξη των αδικημάτων, και οι 3 μήνες από την καταγγελία των αδικημάτων στη ΓΑΔΑ. Εξάλλου, δεν συνελήφθη επ´ αυτοφώρω. Έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος μέχρι το δικαστήριο. Αυτό είναι το δίκαιο, το νόμιμο, το σωστό για την συγκεκριμένη υπόθεση».