Επί τάπητος της Ολομέλειας του ΣτΕ τίθεται το ζήτημα της αναδρομικής φορολόγησης επισφαλών απαιτήσεων των εταιρειών.
Το θέμα έφτασε στο ΣτΕ με αφορμή προσφυγές Ανώνυμων Εταιρειών κατά του υπουργείου Οικονομικών. Μάλιστα, μια από τις επίμαχες εταιρείες κλήθηκε να πληρώσει φόρο 169.601 ευρώ καθώς υπήρξε επισφαλής απαίτηση ύψους 678.409 ευρώ και φορολογήθηκε αυτοτελώς.
Πάντως, το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ με τις υπ΄ αριθμ. 2238 και 2339/2018 αποφάσεις του (πρόεδρος, η αντιπρόεδρος Μαίρη Σάρπ) έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η αναδρομική φορολόγηση των επισφαλών απαιτήσεων και για το λόγο αυτό παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Για να γίνει κατανοητό τι είναι οι επισφαλείς απατήσεις, θα αναφερθεί το εξής παράδειγμα. Μια εταιρεία στέλνει εμπόρευμα σε μια άλλη, κόβει πιστωτικό τιμολόγιο και συμφωνούν ότι το ποσό που αναγράφεται στο τιμολόγιο θα πληρωθεί στο μέλλον.
Όμως τα οικονομικά της δεύτερης αυτής εταιρεία που παρέλαβε το εμπόρευμα δεν είναι και τόσο καλά.
Ωστόσο η πρώτη εταιρεία που έδωσε τα εμπορεύματα γνωρίζει το επιχειρηματικό ρίσκο δηλαδή, ότι μπορεί και να μην εισπράξει ποτέ το τιμολόγιο, καθώς η εταιρεία που τα παρέλαβε αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Έτσι η απαίτηση αυτή της εταιρείας που εξέδωσε το τιμολόγιο χαρακτηρίζεται επισφαλής απαίτηση.
Εάν η επισφαλής αυτή απαίτηση ικανοποιηθεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δηλαδή εξοφληθεί το πιστωτικό τιμολόγιο σε επόμενες οικονομικές χρήσεις, τότε το ποσό του τιμολογίου υπόκεινται κανονικά σε φόρο και φορολογείται αυτοτελώς.
Στην περίπτωση όμως που τελικά δεν πληρωθεί το τιμολόγιο, καθώς η επιχείρηση που είχε παραλάβει το εμπόρευμα π.χ. έκλεισε, τότε η Δ.Ο.Υ. φορολογεί το ποσό του τιμολογίου αναδρομικά, αυτοτελώς, με συντελεστή 25%.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ με τις δύο αυτές αποφάσεις του έκρινε ότι είναι αντίθετο στο άρθρο 87 του Συντάγματος το άρθρο 9 του νόμου 3296/2004 που προβλέπει την αναδρομική φορολόγηση των επισφαλών απαιτήσεων των εταιρειών κ.λπ., έναντι τρίτων.