Ένας πυροσβέστης, δύο αδέλφια που εργάζονται ο ένας στην περιφέρεια και ο άλλος στο πανεπιστημίου της Πάτρας, υπάλληλος του ΕΚΑΒ και ακόμη 30 ταυτοποιημένα άτομα που δεν συνελήφθησαν (λόγω παρέλευσης του αυτοφώρου), κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στη «συμμορία των δημοσίων υπαλλήλων» που διακινούσαν ναρκωτικά.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με το διαβιβαστικό που παρουσιάζει το newsit.gr, συνομιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας συνθηματικά για να προσδιορίσουν το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών που διακινούσαν στην Πάτρα, ενώ οι συνομιλίες του γίνονταν και μέσω social media.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρετε στο διαβιβαστικό της υπόθεσης: «Περί τα τέλη Μαΐου περιήλθε στην Υπηρεσία μας καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην περιοχή της Πάτρας. Η διενέργεια περαιτέρω έρευνας συμπεριέλαβε και την εφαρμογή ειδικών ανακριτικών ενεργειών και συγκεκριμένα την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των εμπλεκομένων ατόμων και την καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας.
Από την σταχυολόγηση, συσχέτιση και αξιολόγηση (χρονική – νοηματική) των τηλεφωνικών επικοινωνιών που έλαβαν χώρα μεταξύ των εμπλεκόμενων ατόμων, σε συνδυασμό με το λοιπό προανακριτικό υλικό (καταγραφή δραστηριότητας εκτός κατοικίας, ένορκες καταθέσεις, φυσική επιτήρηση, αναζητήσεις στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων της Υπηρεσίας), αναδείχθηκε η ύπαρξη και δραστηριοποίηση μίας, ιεραρχικά δομημένης, επιχειρησιακής ομάδας διακίνησης ναρκωτικών ουσιών».
Πώς δρούσε η εγκληματική οργάνωση
«Η δράση της οργάνωσης ήταν διαρκής, τουλάχιστον από τον μήνα Μάιο του 2024, αποτελώντας βασική πηγή και για κάποια εκ των μελών της οργάνωσης, μοναδική πηγή των εισοδημάτων τους. Τα μέλη της συνδέονταν με συγγενικές σχέσεις και στενές φιλίες, γεγονός που ενίσχυε, στον απόλυτο βαθμό, την πίστη και υποταγή στη βούληση της ομάδας που είχαν δημιουργήσει.
Κατά τις τηλεφωνικές τους συνομιλίες, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί καθώς σπάνια ανέφεραν ευθέως το είδος ναρκωτικής ουσίας που επιθυμούσαν να προμηθευτούν και να διακινήσουν, αποφεύγοντας παράλληλα να αναφέρουν τις εκάστοτε ποσότητες και τα χρηματικά αντίτιμα.
Επιπρόσθετα, τα μέλη συνομιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας συνθηματικά για να προσδιορίσουν το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών, καθώς επίσης χρησιμοποιούσαν εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης.
Ο αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης αποτελούσε τον ιθύνοντα νου αυτής, ήταν επιφορτισμένος με την αποθήκευση των ναρκωτικών ουσιών, τη διαχώρισή τους σε διαφορετικές ποσότητες και τη διαμοίρασή τους στα λοιπά μέλη για την περαιτέρω διακίνηση. Επίσης, διακινούσε και ο ίδιος, για λογαριασμό της οργάνωσης, ποσότητες ναρκωτικών ουσιών σε πελάτες – χρήστες, λαμβάνοντας ιδιαίτερα μέτρα αυτοπροστασίας, αποφεύγοντας να αναφέρει ευθέως την ποσότητα και το είδος της ναρκωτικής ουσίας, ορίζοντας ο ίδιος το σημείο συνάντησης με τον πελάτη – χρήστη της οργάνωσης και προτρέποντάς τους να είναι συνεπείς στην ώρα συνάντησης προκειμένου η αγοραπωλησία να λάβει χώρα άμεσα, αποτρέποντας κατ’ αυτό τον τρόπο τυχόν εντοπισμό του από τις διωκτικές αρχές.
Ένας Αλβανός ζωτικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, ήταν επιφορτισμένος με το ρόλο του κύριου προμηθευτή των ναρκωτικών ουσιών. Δεν εργαζόταν και η ενασχόλησή του με τα ναρκωτικά αποτελούσε την κύρια πηγή εισοδήματός του».