Τα στοιχεία του καθηγητή Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών Ευθύμιου Λέκκα αποκαλύπτουν το μέγεθος της καταστροφής σε Μάνδρα και Νέα Πέραμο.
Όπως είπε ο κ. Λέκκας μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ από τα πρώτα στοιχεία που συλλέχθηκαν προκύπτει ότι “το κύριο βάρος της καταστροφής εστιάζεται σε έκταση έξι έως και οκτώ τετραγωνικών χιλιομέτρων”.
Για την αποτύπωση της εικόνας χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες τεχνολογίες και τεχνολογικά εργαλεία όπως ειδικά εξοπλισμένο Μη Επανδρωμένο Όχημα (“Drone”). «Εδώ και έναν χρόνο και μετά από τον περσινό σεισμό της Ιταλίας, χρησιμοποιούμε τις νέες τεχνολογίες, που δεν περιορίζονται μόνο στη φωτογράφιση και την αποτύπωση από αέρος, αλλά περιλαμβάνουν την τρισδιάστατη (3D) απεικόνιση του εδάφους από αέρος, που συνδυάζεται με μαθηματικές εργασίες και πολλές άλλες καινοτόμες ενέργειες. Έτσι, (το αποτέλεσμα) μας δείχνει σε κάθε λεπτομέρεια τι έχει γίνει σε όλη την περιοχή, κάτι που κάναμε με πολύ μεγάλη επιτυχία στην περίπτωση της περιοχής της Βρύσας στον σεισμό της Λέσβου, όπου με επιτυχία δοκιμάσαμε τα καινούργια τεχνολογικά και επιστημονικά εργαλεία που έχουμε στα χέρια μας, ώστε να μελετούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις φυσικές καταστροφές» ανέφερε ο κ. Λέκκας.
Πρόσθεσε πως στην περίπτωση της καταστροφής στη δυτική Αττική «πρόκειται για περιοχές με μεγάλη πυκνότητα οικιστικού ιστού, χώρους με μάντρες, περιοχές που μπήκαν στο σχέδιο πόλης, χωρίς να υπάρχει καμία διαδικασία (ενώ) δεν υπήρχε καμιά μέριμνα για ασφαλείς κατασκευές». Σύμφωνα δε με τον Έλληνα καθηγητή, από τα πρώτα στοιχεία που συλλέχθηκαν προκύπτει ότι «το κύριο βάρος της καταστροφής εστιάζεται σε μια έκταση έξι έως και οκτώ τετραγωνικών χιλιομέτρων (…) ενώ σποραδικές ζημιές υπάρχουν σε όλη τη Δυτική Αττική».
Οι κύριες αιτίες της καταστροφής
«Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ήταν ένα πραγματικά ακραίο φαινόμενο που εκδηλώθηκε σε λάθος θέση και σε λάθος ώρα» σημείωσε ο κ. Λέκκας, αναφερόμενος στα πρώτα συμπεράσματα που προκύπτουν περίπου 24 ώρες από την εμφάνιση των φαινομένων που οδήγησαν στις καταστροφές στην περιοχή της Δυτικής Αττικής. Πρόσθεσε δε ότι πρόκειται για μια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από «μεγάλες μορφολογικές κλίσεις, χειμάρρους οι οποίοι δεν μπορούν να παραλάβουν τα υδραυλικά φορτία, αλλά και έδαφος το οποίο διαβρώνεται και τροφοδοτεί το νερό με στερεή ύλη».
Τα στοιχεία αυτά, συνδυασμένα «με τις μεγάλες μορφολογικές κλίσεις (αλλά και) την απόφραξη της ακτογραμμής, όταν το φορτίο πρέπει να εκβάλει», οδήγησαν «σε συνδυασμό γεγονότων και φαινομένων, τα οποία εκδηλώθηκαν έτσι με μια μεγάλη ένταση και ραγδαιότητα». Οι επιβαρυντικοί αυτοί παράγοντες ενισχύθηκαν από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις και τον αστικό χώρο, κατέληξε.