Αναλυτικότερα, το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας το απασχόλησαν τρεις υποθέσεις αστυνομικών (δύο στην Αττική και μια στην περιφέρεια) οι οποίοι είχαν συμμετοχή σε κακουργηματικά αδικήματα όπως είναι ληστείες, σύσταση συμμορίας, κ.λπ. Η συμμετοχή τους προέκυπτε και είχε καταγραφεί σε τηλεφωνικές συνομιλίες μετά από νόμιμη άρση απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχε γίνει.
Από το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας τέθηκε ερώτημα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου εάν το απομαγνητοφωνημένο υλικό που υπάρχει από τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, μετά την νόμιμη άρση του απορρήτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την πειθαρχική διαδικασία σε βάρος των εμπλεκομένων αστυνομικών σε κακουργηματικά αδικήματα. Το ερώτημα υποβλήθηκε καθώς οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί προέβαλαν κατά την πειθαρχική διαδικασία ενστάσεις ακυρότητας λόγω της σε βάρος τους χρήσης των τηλεφωνικών συνομιλιών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην υπ΄ αριθμ. 2/2107 γνωμοδότησή του ο κ. Βουρλιώτης αναφέρει ότι από αρκετές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, αλλά και της ποινικής νομοθεσίας γενικότερα για την διακρίβωση ορισμένων κακουργηματικού χαρακτήρα αδικημάτων είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών υποκλοπών, κατόπιν διάταξης-απόφασης του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών.
Ακόμη, στην γνωμοδότηση αναφέρεται ότι το περιεχόμενο των τηλεφωνικών υποκλοπών μετά από νόμιμη άρση του απορρήτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διοικητική ή πειθαρχική δίκη και διοικητική γενικά διαδικασία και ειδικά όταν ο σκοπός δεν είναι διαφορετικός από αυτόν για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου.