Τα απανθρακωμένα πτώματα αυτών των τελευταίων θυμάτων βρέθηκαν «ανά ομάδες τεσσάρων ή πέντε ατόμων, ίσως οικογένειες, φίλοι ή άγνωστοι που αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους σε μια τελευταία προσπάθεια να προστατευθούν, ενώ προσπαθούσαν να φθάσουν στη θάλασσα, 30 ή 40 μέτρα από εδώ», λέει ο Βασίλης Ανδριόπουλος, ένας από τους διασώστες του Ερυθρού Σταυρού που ανακάλυψε το μακάβριο θέαμα σήμερα το πρωί στο Μάτι, ανάμεσά τους και «μικρά παιδιά».
Φεύγοντας για να γλιτώσουν από τις φλόγες φαίνεται πως παγιδεύτηκαν ανάμεσα στη φωτιά και την απόκρημνη όχθη σε απόσταση τριάντα μέτρων από τη θάλασσα στο Μάτι.
Ένα κορίτσι που είχε προσπαθήσει να πηδήξει νωρίτερα στη θάλασσα σκοτώθηκε, δήλωσε ένας γείτονας.
Στη διάρκεια της νύχτας ένας φωτογράφος του AFP βρήκε όχι μακριά από εκεί τέσσερα πτώματα που ανήκουν σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να διαφύγουν, τα τρία με αυτοκίνητο, το άλλο με μοτοσικλέτα.
Σήμερα το πρωί οι κάτοικοι που έφυγαν επέστρεφαν για να διαπιστώσουν τις ζημιές. Ορισμένοι έψαχναν ακόμη συγγενείς που είναι αγνοούμενοι: μια γυναίκα ψάχνει την κόρη της, μια άλλη τον σύζυγό και τον γιο της.
Στον κύριο δρόμο, όλα είναι μαύρα, ιδιαίτερα τα ψηλά πεύκα που περιβάλλουν τα σπίτια. Η θάλασσα είναι γκρίζα, η μυρωδιά του καμένου επικρατεί παντού.
Τα καναντέρ διασχίζουν αδιάκοπα τον ουρανό, ένας σωρός απανθρακωμένων αυτοκινήτων στο πεζοδρόμιο. Πτώματα σκύλων.
Σοκαριστικές ιστορίες από το Μάτι
Η Στέλλα Πετρίδη, μια 65χρονη συνταξιούχος, είχε έξι σκυλιά. Βρισκόταν στην εκκλησία όταν, βλέποντας τη φωτιά να έρχεται, έτρεξε στο σπίτι της όπου ήταν κλεισμένα. Όμως δεν μπόρεσε ούτε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της που είχε τυλιχθεί ήδη στις φλόγες.
Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τρέξει στην παραλία, όπου ένα σκάφος του πολεμικού ναυτικού την περισυνέλεξε μαζί με άλλους, γύρω στις 04:00 για να τους στεγάσει λίγο πιο μακριά στη Ραφήνα, ο δήμαρχος της οποίας Ευάγγελος Μπουρνούς δηλώνει πως «το Μάτι δεν υπάρχει πια».
Ο Ράφι Ζερονιάν, ο υπεύθυνος γυμναστηρίου στη Ραφήνα, διέκοψε τις διακοπές του για να έρθει και να ανοίξει το κτίριο για την υποδοχή μερικών δεκάδων διασωθέντων.
Η Αθανασία Οκταπόδη, 60 ετών, με το πρόσωπο μαυρισμένο από τον καπνό και κοκκινισμένα μάτια, μιλάει για την ταχύτητα της φωτιάς, «κεραυνοβόλα» σύμφωνα με τους πυροσβέστες.
“Βγήκα σαν τρελή και έτρεξα στην παραλία, έβαλα το κεφάλι μου στο νερό”
«Είδα τη φωτιά να κατεβαίνει από τον λόφο γύρω στις 18:00, σε πέντε-δέκα λεπτά ήταν στον κήπο μου». Όπως και πολλά σπίτια στο Μάτι, το δικό της περιβάλλεται από ψηλά πεύκα. «Έπιασε φωτιά. Βγήκα σαν τρελή και έτρεξα στην παραλία, έβαλα το κεφάλι μου στο νερό. Ύστερα κατέφθασαν σκάφη του πολεμικού ναυτικού».
Οι περισσότεροι διασωθέντες έμειναν έτσι μέσα στη θάλασσα βλέποντας τις φλόγες για πολλές ώρες.
Η Λέλα Δεμερτζή, 53 ετών, διασώθηκε πηγαίνοντας στην παραλία ενώ μετέφερε την άρρωστη μητέρα της στην πλάτη.
«Ο άνδρας μου έμεινε, έκανε τα πάντα για να σώσει το εξοχικό μας και τα κατάφερε», λέει.
Εκτός από τα πεύκα που είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα, πολλοί γείτονες λένε πως άκουσαν επίσης τον ήχο πολλών εκρήξεων, προφανώς από φιάλες υγραερίου που βρίσκονταν σε πολλά εξοχικά.
Η Αλίνα Μαρζίν και η οικογένειά της, Γερμανοί τουρίστες από το Βούπερταλ που διέμεναν στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Capo Verde, περίμεναν τα συνεργεία διάσωσης μέχρι τη 01:30 στο εστιατόριο του ξενοδοχείου με τις αποσκευές στα χέρια και τον φόβο μήπως δουν τα τζάμια των παραθύρων να σπάνε ανά πάσα στιγμή. Επρόκειτο να πάρουν το πλοίο από τη Ραφήνα για τη Νάξο, αλλά τα ακύρωσαν όλα. «Φρικτές διακοπές», αναστενάζει η μητέρα της.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Φωτογραφίες: Eurokinissi