Ξημερώματα 19ης Ιανουαρίου του 1947 θα σημειωθεί η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στην Ελλάδα. Το πλοίο «Χειμάρρα», με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα, συνολικά 630 άτομα, που εκτελεί το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Πειραιάς, βυθίζεται με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο τουλάχιστον 383 άνθρωποι.
Είναι το πιο πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα στην ιστορία της Ελλάδας, μία ναυτική τραγωδία που έμεινε στην ιστορία ως «Ελληνικός Τιτανικός». Πριν 77 χρόνια, μία μέρα σαν σήμερα, ένα πλοίο έγινε υγρός τάφος για εκατοντάδες ψυχές, ανάμεσά τους ήταν πολλά γυναικόπαιδα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ανθρώπινο λάθος, αλλαγή καθορισμένης πορείας, πρόσκρουση του πλοίου σε νάρκη, καθώς μην εκείνη την εποχή μαινόταν στη χώρα μας ο εμφύλιος πόλεμος, σαμποτάζ; Τι από όλα αυτά συνέβη; Ή μήπως το «Χειμάρρα» πήρε μαζί του όλα τα μυστικά…
Το χρονικό του ναυαγίου
Το επιβατηγό ατμόπλοιο «Χειμάρρα» ανήκε στη Γερμανία με την ονομασία «Χέρτα».
Ναυπηγήθηκε το 1905, στη Γερμανία και στη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως πλωτό νοσοκομείο. Το 1946 παραχωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση με τις γερμανικές αποζημιώσεις και αποτελούσε το τελευταίο ατμόπλοιο της ελληνικής ακτοπλοΐας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το εκμεταλλευόταν το Δημόσιο που το έβαλε στο δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη ως επιβατηγό.
Απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα. Αναμενόταν να φτάσει στο λιμάνι του Πειραιά την επόμενη μέρα στις 19.01.1947. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι δεν θα έφτανε ποτέ και για την ακρίβεια ότι το συγκεκριμένο πλοίο δεν θα ταξίδευε ποτέ ξανά.
Το δριμύ ψύχος και οι ισχυροί βοριάδες, δυσκόλευαν το ταξίδι και ο καπετάνιος αποφάσισε να μην ανοιχτεί στο Αιγαίο αλλά να ακολουθήσει δρομολόγιο εσωτερικά της Εύβοιας περνώντας από την Χαλκίδα.
Εκεί έφτασε τα μεσάνυχτα της 19ης Ιανουαρίου, αποβίβασε περίπου 10 άτομα και μετά από μιάμιση ώρα ξεκίνησε το ταξίδι προς το λιμάνι του Πειραιά.
Δέκα λεπτά μετά τις 4 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου κι ενώ έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό, το «Χειμάρρα» τραντάχτηκε από ισχυρή δόνηση, τα φώτα έσβησαν και άρχισαν να βγαίνουν ατμοί από το μηχανοστάσιο. Λίγα λεπτά αργότερα διαπιστώνεται πως μπαίνουν νερά στο πλοίο.
Αν και οι μηχανές του πλοίου εξακολουθούσαν να λειτουργούν για μικρό χρονικό διάστημα, το χειροκίνητο πηδάλιο δεν υπάκουε. Επίσης δεν μπορούσε να σταλεί σήμα κινδύνου καθώς ο ασύρματος δεν λειτουργούσε.
Τότε ο πλοίαρχος έδωσε διαταγή εγκατάλειψης του πλοίου και διέταξε τη διανομή σωσιβίων στους επιβάτες. Επικρατούσε πανικός και φόβος.
Το «Χειμάρρα» μένει ακυβέρνητο και παρασύρεται από τους ανέμους και τα ισχυρά ρεύματα ενώ ταυτόχρονα σιγά- σιγά βυθίζεται στο σκοτάδι.
Σωστικές λέμβοι ρίχτηκαν στη θάλασσα. Οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες που επέβαιναν στο πλοίο έκαναν χρήση των όπλων τους για να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα ανέβουν στις σωστικές λέμβους, σύμφωνα με όσα έχουν γνωστά.
Το πλοίο προσέκρουσε στις βραχονησίδες «Βερδούγια», μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας. Είναι η επικρατέστερη εκδοχή του ναυαγίου, γιατί υπάρχουν και άλλες απόψεις, όπως ότι προσέκρουσε νάρκη ή ότι έγινε σαμποτάζ.
Περίπου 1-1,5 ώρα έμεινε το πλοίο στην επιφάνεια μέχρι που βρέθηκε στο βυθό της θάλασσας, σε απόσταση 1 χλμ από το φάρο της νησίδας Βερδούχι (μεταξύ άκρης Αγ. Μαρίνας και της νησίδας των Νέων Στυρών) και έχοντας παρασύρει στο θάνατο τουλάχιστον 383 ανθρώπους, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες, παιδιά, πολιτικούς κρατουμένους και χωροφύλακες συνοδούς.
Το «Χειμάρα» βούλιαξε σε ηλικία 42 ετών.
Εκτυλίχθηκαν δραματικες στιγμές προκειμένου να σωθούν οι επιβαίνοντες. Τελικά περίπου 200 από αυτούς τα κατάφεραν.
Ο Ντίνος Κοσμόπουλος, πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης θυμάται: «Διασωθήκαμε περίπου 200 άτομα. Ανέβηκα σε κατάστρωμα του πλοίου μαζί με άλλους. Υπήρχε πανικός και χάος, δεν υπήρχε και καλή εξυπηρέτηση από το προσωπικό του πλοίου. Πήδηξα από την ψηλή γέφυρα στη θάλασσα. Έμεινα 7-8 ώρες στη θάλασσα. Βρέθηκε ένα καΐκι που πήγαινε στα Στύρα και μας περισυνέλλεξε, με άλλα 2-3 άτομα. Μία γυναίκα κρατήθηκε από ένα βαρέλι».
Από τους 36 πολιτικούς κρατούμενους μόνο οι 10 κατάφεραν να σωθούν. Οι υπόλοιποι βρήκαν τραγικό θάνατο καθώς ήταν δεμένοι με χειροπέδες και δεν μπόρεσαν να παλέψουν για τη ζωή τους, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής.
Ο Σταμάτης Νικολαΐδης, διασωθείς του ναυαγίου Χειμάρρα περιέγραφε αργότερα: «Για 2-3 χρόνια περνούσα παραλιακά από τη θάλασσα και γύριζα το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά να μην την βλέπω. Σε καράβι έκανα πέντε χρόνια να ανέβω. Είχα φοβία στη θάλασσα».
Οι έρευνες και τα πιθανά αίτια της τραγωδίας
Οι έρευνες για ναυαγούς ξεκίνησαν 10 ώρες αργότερα. Αρχικά το ναυάγιο αποδόθηκε σε σαμποτάζ κομμουνιστών.
Ο πλοίαρχος του «Χειμάρρα» έκανε λόγο για νάρκη. Υποστήριξε πως η βύθισή του ήταν αποτέλεσμα πρόσκρουσης είτε σε μαγνητική νάρκη από παρακείμενα ναρκοπέδια είτε σε εκρηκτικό μηχανισμό που είχε τοποθετηθεί εσωτερικά στο μηχανοστάσιο ή εξωτερικά ως βεντούζα. Άλλωστε, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των Γερμανών, σε όλες σχεδόν τις πλευρές των θαλάσσιων συγκοινωνιών εξακολουθούσαν να υπάρχουν ναρκοπέδια, με αποτέλεσμα πολλά καράβια, καΐκια και βάρκες να πέφτουν σε νάρκες σε όλες τις ελληνικές θάλασσες.
Στις καταθέσεις του ο καπετάνιος επέμενε ότι το ατμόπλοιο δεν είχε αποκλίνει από την πορεία του.
Τον πρώτο σκέλος από τους ισχυρισμούς του καπετάνιου, υποστήριζαν και οι Βρετανοί. Το πόρισμα από τις ανακρίσεις που διενήργησε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων κατέληξε πως το πλοίο δεν κινούνταν επί της σωστής πορείας με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη βραχονησίδα Γάιδαρο.
Στη δίκη που ακολούθησε, ο πλοίαρχος Μπελέσης καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 μηνών με αναστολή και ο δεύτερος πλοίαρχος Μπέρτολς, που ήταν βάρδια την ώρα του ναυαγίου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 μηνών.
Για την απώλεια του πλοίου το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφάλεια 70.000 λίρες Αγγλίας. Καμία αποζημίωση για τις οικογένειες των θυμάτων.
Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε το 1999 από την καταδυτική ομάδα που αποτελούσαν οι Αντώνης Γράφας, Αριστοτέλης Ζερβούδης, Κώστας Θωκταρίδης και Βασίλης Λάμπρου.