Μόνο του, χωρίς μπουφάν, απέφευγε τη σκιά όπως ο διάβολος το λιβάνι, για να μπορέσει να ζεσταθεί.
Όταν σταμάτησα να τον ρωτήσω γιατί είναι μόνος του, μου είπε “δεν είμαι μόνος μου. Περιμένω να έρθουν να με πάρουν”.
Τον ρώτησα ποιος θα τον πάρει και μου είπε “ο μπαμπάς μου”. “Και τι κανείς εδώ μόνος σου; Παίζεις μουσική;” του είπα για να μου απαντήσει “δουλεύω από το πρωί. Παίζω μουσική στους δρόμους και ζητάω χρήματα”. Τότε χτύπησε τις τσέπες του και το κουδούνισμα των κερμάτων γέννησε ένα υπέροχο παιδικό και αθώο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που με δίδαξε πως η θλίψη όντως αλλάζει πολλά πρόσωπα.
Είχα μπροστά μου το τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο της παιδικής εργασίας. Όλοι μας έχουμε δει παιδάκια στα φανάρια να ζητιανεύουν, να θέλουν να σου καθαρίσουν το τζαμί του αυτοκινήτου σου για λίγα ψιλά, να σου ζητάνε να τους πάρεις φαγητό και μετά να το δίνουν στους “γονείς” τους που περιμένουν στη γωνία, συνήθως πίσω από δέντρα.
“Πως σε λένε;”. Σιωπή. “Γιατί δεν μου λες το όνομά σου;”. Πάλι σιωπή, δυνατότερη απ’ όλες τις κραυγές που θα μπορούσα να φανταστώ. “Γιατί δεν μου λες το όνομά σου;” Επέμεινα. Ανατρίχιασα όταν μου απάντησε: “φύγε να μην σε δει ο μπαμπάς μου, φύγε!”.
Όλοι έχουμε δει αυτά τα παιδιά αλλά κανείς δεν κάνει ποτέ τίποτα. Τι να κάνεις άλλωστε όταν δεν προνοεί το ίδιο το κράτος για αυτά τα παιδιά; Όταν πολίτες, σαν και μένα, βλέπουν την παιδική εργασία και κλείνουν τα μάτια. Μέχρι πότε; Η σιωπή καμιά φορά είναι συνενοχή. Έτσι ένιωσα. Συνένοχος.