Το δικαστήριο καταδίκασε τον περασμένο Οκτώβριο τον Κορκονέα κατά πλειοψηφία 4-3, σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο και κατά πλειοψηφία 6-1 σε κάθειρξη 10 ετών το συνάδελφό του ειδικό φρουρό Βασίλη Σαραλιώτη για συνέργεια.
«Προκλητική συμπεριφορά» και «απαθή και αδιάφορη στάση απέναντι στο έννομο αγαθό της ζωής», καταλογίζουν οι δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Άμφισσας στους ειδικούς φρουρούς Επαμεινώντα Κορκονέα και Βασίλη Σαραλιώτη, στο πολυσέλιδο σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας (ένας τακτικός και τρεις ένορκοι δικαστές), η μετατροπή της αρχικής κατηγορίας της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο στη δυσμενέστερη της ανθρωποκτονίας με άμεσο δόλο, έγινε για τον Κορκονέα εξαιτίας οκτώ βασικών λόγων:
«(α) από την ακατάσχετη επιθυμία του να προκαλέσει με κάθε τρόπο τα άοπλα νεαρά άτομα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εμφορούμενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του ατομικού του οπλισμού και χωρίς προηγουμένως να έχει προκληθεί,
(β) από τις προηγηθείσες σχετικές απειλές με τις οποίες εξέφρασε ρητώς ότι είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση, καθόσον απηύθυνε στα νεαρά άτομα τις φράσεις ”ελάτε τώρα ρε …”, ”ελάτε να σας δείξουμε”, ”ελάτε αν σας τολμάει”,
(γ) από το μέσο (όπλο) που χρησιμοποίησε το οποίο ήταν επικίνδυνο, δραστικό και πρόσφορο κατά την κοινή πείρα που και ο ίδιος διέθετε, να προκαλέσει το θάνατο από την κοντινή απόσταση από την οποία πυροβόλησε, και μάλιστα χωρίς προηγουμένως να προειδοποιήσει για τη χρήση πυροβόλου όπλου,
(δ) από την εγγύτητα της απόστασης μεταξύ του δράστη και του θύματος, η οποία, κατά προσέγγιση, ανερχόταν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, με κάθε πιθανή απόκλιση, σε είκοσι πέντε (25) με περίπου τριάντα (30) μέτρα,
(ε) από την κατεύθυνση των βολίδων σε συνδυασμό και με τον αριθμό των πυροβολισμών, καθόσον ο δράστης σκόπευσε ευθεία και πυροβόλησε όχι μία αλλά δύο (2) επαναληπτικές (συνεχόμενες) φορές εναντίον των νεαρών ατόμων που προηγουμένως σκόπευσε, και όχι ”στον αέρα”,
(ζ) από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, ήτοι χωρίς να υπάρξει σε βάρος τους σφοδρή επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου από άτομα του αναρχικού ή αντιεξουσιαστικού χώρου, όπως αβάσιμα διατείνονται, ούτε όμως υπήρξε εναντίον τους εκ μέρους των νεαρών ατόμων οποιαδήποτε πρόκληση, γεγονός που καταδεικνύει, επιπλέον, ότι ο Κορκονέας είχε σταθμίσει τη σημασία και τις συνέπειες της πράξης του,
(η) από το γεγονός ότι ο ίδιος μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο Βασίλη Σαραλιώτη επεδίωξαν να έλθουν σε αντιπαράθεση με τα νεαρά άτομα που ευρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσουν το Κέντρο Άμεσης Δράσης για τους σκοπούς τους και χωρίς να αναμένουν τη συνδρομή της διμοιρίας, και
(θ) από τη φυγή του μετά την πράξη, ήτοι ότι μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο αποχώρησε με προκλητικά απαθή και ψύχραιμο τρόπο από τη συμβολή των οδών Τζαβέλα και Ζωοδόχου Πηγής».
Οι δικαστές χαρακτηρίζουν «εριστική και ανάρμοστη» την συμπεριφορά των δύο αστυνομικών το μοιραίο βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, τονίζοντας μάλιστα πως δεν αρμόζει σε ένστολους, ενώ θεωρούν αναλύοντας τα γεγονότα που προηγήθηκαν των δύο πυροβολισμών ότι οι Κορκονέας και Σαραλιώτης ενήργησαν «από λόγους εγωισμού και υπεροψίας» όταν πήγαν πεζή στην οδό Τζαβέλα.
Τονίζεται επίσης ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των δύο ειδικών φρουρών πως δέχθηκαν επίθεση με αντικείμενα και μολότωφ όταν πήγαν στην Τζαβέλα:
«Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι οι κατηγορούμενοι διατείνονται ότι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση με τσίγκινα τασάκια, μάρμαρα, πέτρες, λοστούς και αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αντιθέτως διαψεύσθηκε και καταρρίφθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων.
Εξάλλου, το υπερασπιστικό οικοδόμημα των κατηγορουμένων περί ρίψης και έκρηξης αυτοσχέδιων βομβών καταρρίφθηκε με τα όσα ο πρώτος κατηγορούμενος Επαμεινώνδας Κορκονέας απολογούμενος κατέθεσε, ο οποίος δήλωσε, πως ”οι αντιφάσεις ως προς τις μολότοφ είναι γιατί στο μυαλό μου έχω από το παρελθόν επιθέσεις με μολότοφ εναντίον μας”. Επομένως, είναι απολύτως βέβαιο πως ούτε ρίψη ούτε έκρηξη βομβών μολότοφ έλαβε χώρα, παρά τα όσα ψευδώς και παραπλανητικά είχαν ισχυριστεί οι κατηγορούμενοι κατά την κύρια ανάκριση. Το μόνο που γίνεται δεκτό είναι ότι σε βάρος των αστυνομικών εκτοξεύθηκε αποκλειστικά και μόνο ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό, το οποίο προερχόταν από άτομο που βρισκόταν πίσω από τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο».
Στην απόφαση αναφέρεται πως ο Κορκονέας «σκόπευσε προς το μέρος των νεαρών ατόμων» και πυροβόλησε δύο φορές και περιγράφεται λεπτομερώς πως η μία βολίδα χτύπησε σε διακοσμητική μπάλα του οδοστρώματος και βρήκε κατάστηθα τον 15χρονο Αλέξανδρο, προκαλώντας του σχεδόν ακαριαίο θάνατο.
Η εικόνα που φαίνεται να σχημάτισαν μετά την πολυήμερη διαδικασία οι δικαστές για τον Κορκονέα αποδίδεται και σε ένα απόσπασμα της απόφασης που αναφέρεται στην στάση του αμέσως μετά τις βολές :
«Περαιτέρω, αποδείχθηκε και η απαθής και αδιάφορη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στο έννομο αγαθό της ζωής και από το γεγονός ότι μολονότι αντιλήφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την πτώση του θύματος, ωστόσο αυτός σκεπτόταν τη διαδικασία Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης που θα ακολουθούσε λόγω ακριβώς της χρήσης του όπλου (βλ. την απολογία του ”σκεφτόμουν τι θα ακολουθούσε, ολόκληρη διαδικασία με ΕΔΕ λόγω της χρήσης του όπλου…. Την ΕΔΕ σκέφτηκα μετά τον πυροβολισμό”)».
Η μειοψηφία των δικαστών ερμηνεύοντας νομικά την κατηγορία σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά είχε την άποψη πως ο Κορκονέας λειτούργησε με ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν επεδίωκε την απώλεια ανθρώπου αλλά πυροβολώντας προέβλεψε και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να προκληθεί σοβαρός τραυματισμός.
Τονίζουν επίσης ότι δεν δέχονται τον υπερασπιστικό ισχυρισμό πως οι δύο αστυνομικοί αντιμετώπισαν «εξαιρετικά επικίνδυνη επίθεση» στην Τζαβέλα.
Οι δικαστές επίσης φαίνεται να μην έχουν καμία αμφιβολία για τη στάση του δεύτερου αστυνομικού Βασίλη Σαραλιώτη στην όλη υπόθεση:
«Η συνοδοιπορία των κατηγορουμένων χαρακτηρίζεται από συναδελφικό κλίμα και καθόλου από αντιπαράθεση μεταξύ τους, με την έννοια ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος όχι μόνο δεν επικρίνει τον πρώτο ούτε απλώς τον ρωτάει γιατί πυροβόλησε, διότι είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ταυτίζεται με την ενέργεια αυτή, την οποία ενδόμυχα επιθυμούσε και ο ίδιος, αφού δεν ενήργησε καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου κατευναστικά, αλλά πυροδότησε την ένταση με τη χρήση χειροβομβίδας κρότου-λάμψης».