Η κοσμοσυρροή, που παρατηρήθηκε κατά το τρισάγιο στη μνήμη των δύο νεαρών αστυνομικών, που έπεσαν θύμα της πλέον στυγερής, εν ψυχρώ δολοφονίας οργάνων της τάξης από εγκληματίες, είναι θετικό δείγμα μιάς κάποιας αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας στην συγκλονιστική υποβάθμιση της ζωής μας σε εποχές πλήρους ανατροπής όλων των κατεστημένων αξιών, αρχών και θεσμών, που γνωρίσαμε από τον Πόλεμο κι έπειτα.
Η δολοφονία αυτών των δύο 23χρονων παιδιών, που έπεσαν θύματα του καθήκοντος κατέδειξε στην αποσβολωμένη, τρομοκρατημένη από την οικονομική κατάρρευση κοινωνία μας ότι όλοι δεν είμαστε διεφθαρμένοι κι ότι υπάρχουν αντιστάσεις. Αλλά δεν αρκούν. Το προχθεσινό έγκλημα δεν είναι ένα κοινό έγκλημα. Είναι η κορύφωση ενός κύματος εγκληματικότητας, που συνδυάζει, κακά τα ψέματα, την οικονομική κρίση με την παρουσία στη χώρα μας, που φτωχαίνει καθημερινά, πολύ μεγάλου αριθμού εξαθλιωμένων λαθρομεταναστών.
Αλλά πάνω από όλα είναι δείγμα μιάς οδυνηρής πραγματικότητας, που στο όνομα της δήθεν δημοκρατικότητας κάποιων μικρών μειοψηφιών, που επί σειράν ετών επέβαλαν με το θράσος τους την άποψη τους, κατάντησε κυρίαρχη τάση σε μεγάλο βαθμό. Αυτή η οδυνηρή πραγματικότητα είναι η βαθιά περιφρόνηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας προς τους νόμους και τους θεσμούς αλλά και προς την αστυνομία.
Η κυρίαρχη αριστερή αντίληψη, που εκφυλίστηκε από την δικαιολογημένη καχυποψία προς την αστυνομία άλλων δυσάρεστων εποχών, όταν ο αστυνομικός ήταν όργανο επιβολής αντιδημοκρατικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, μετετράπη σε πλήρη απαξίωση της ΕΛΑΣ ως σώματος, που επιβάλλει την τάξη και το νόμο, που αποτελούν προϋπόθεση για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν υπάρχουν δημοκρατία και ελευθερία χωρίς την ύπαρξη αστυνομίας, που μεριμνά για την εφαρμογή των νόμων. Ασφαλώς στις περιπτώσεις αστυνομικής θηριωδίας και αυθαιρεσίας η κοινωνία πρέπει να αντιδρά, όπως σωστά αντέδρασε στην περίπτωση της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Αλλά άλλο αυτό κι άλλο η πλήρης απαξίωση των αστυνομικών και της λειτουργίας τους. Όταν μια κοινωνία θεωρεί ότι «οι μπάτσοι είναι γουρούνια και δολοφόνοι», κι αυτή η άποψη δεν είναι περιθωριακή αλλά φαίνεται ότι εκφράζει ακόμα και μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου, τότε υπάρχει πρόβλημα νομιμοποίησης της Αστυνομίας και κατά συνέπεια λειτουργίας της. Όταν περιφρονείται η Αστυνομία είναι ευκολότερο σε ακραία εγκληματικά στοιχεία, όπως οι ληστές, που εν ψυχρώ δολοφόνησαν τους δύο νεαρούς ειδικούς φρουρούς, να προβούν σε τέτοιες απεχθείς πράξεις.
Συγχρόνως, καθίσταται προφανές ότι η κατάσταση εκφεύγει κάθε ελέγχου όταν η κοινωνία αρχίζει να δείχνει δείγματα περιφρόνησης της καθεστηκυίας τάξης και του νόμου. Όταν θεωρούμε ότι μπορούμε να περιφρονούμε τους νόμους, να μην πληρώνουμε διόδια, να μην δεχόμαστε νόμιμες αποφάσεις, να μην πληρώνουμε το εισιτήριο στο μετρό, να φοροδιαφεύγουμε, να διασπαθίζουμε το δημόσιο χρήμα με το επιχείρημα «δεν βαριέσαι όλοι το κάνουν», η εμπέδωση της λογικής του παραβιάζω το νόμο και δεν τον σέβομαι έχει ως ακραία μορφή της το έγκλημα, τη δολοφονία τη βία. Όταν γιατροί καταλαμβάνουν το υπουργείο Υγείας και συμπεριφέρονται ως χούλιγκανς γιατί θεωρούν ότι θίγονται τα συμφέροντα τους, τότε τι πρέπει να πράξουν εξαθλιωμένοι λαθρομετανάστες, που δεν έχουν να φάνε; Θα σκοτώσουν. Κι αυτό έκαναν. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Εμείς οι ίδιοι με τις συμπεριφορές μας ανοίξαμε τον ασκό του Αιόλου και τώρα, σαν τους ναύτες του Οδυσσέα, κινδυνεύουμε να πνιγούμε από τη τρομακτική θύελλα της εγκληματικότητας, που πλήττει τη χώρα μας. Και θα συνεχίζει να μεγαλώνει, όσο η Πολιτεία κι η Κοινωνία από κοινού δεν αναλάβουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα με γενναίες αποφάσεις.