Σε ανακοίνωσή της, η τουρκική Διεύθυνση υπογραμμίζει ότι “προκαλεί λύπη το γεγονός ότι σε μια περίοδο που συνεχίζονται οι προσπάθειες διαλόγου και ανοχής μεταξύ θρησκευτικών ηγετών και μελών διαφόρων δογμάτων για την ανάπτυξη των θρησκευτικών ελευθεριών, ενώ βρίσκονται σε ανώτερο επίπεδο οι σχέσης καλής γειτονίας μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, κάποιος που βρίσκεται σε υψηλή θέση στην ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας προβαίνει σε τέτοιες δηλώσεις οι οποίες δεν έχουν καμία λογική αξία και δεν μπορούν να επιδοκιμαστούν από καμία θρησκευτική διδασκαλία”.
Η τουρκική Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων υπογραμμίζει επίσης : “Το γεγονός ότι προβάλλοντας ως δικαιολογία την φρικιαστική αυτή βομβιστική επίθεση, εναντιώνεται στο τέμενος που σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στην Αθήνα για την κάλυψη των αναγκών λατρείας των μουσουλμάνων και δηλώνει ότι σε περίπτωση που κατασκευαστεί το τέμενος θα ανοίξει ο δρόμος για την κυριαρχία του Ισλάμ δια της βίας, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ακυρώσει το νόμο περί κατασκευής τεμένους και ότι σε αντίθετη περίπτωση θα είναι υπεύθυνοι για παρόμοια εγκλήματα φουνταμενταλιστών ισλαμιστών, δείχνει ότι το εν λόγω άτομο δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα άλλα θρησκευτικά δόγματα και τους χώρους λατρείας”.
Η Διεύθυνση υποστηρίζει ότι “θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις όλους τους εχέφρονες ανθρώπους το γεγονός ότι ένας ιερέας γίνεται εκφραστής της ισλαμοφοβίας η οποία συνίσταται σε αντιλήψεις όπως το ότι το Ισλάμ μέσω των πηγών του προωθεί τη βία, ότι έχει διαδοθεί με τη βία της σπάθης και ότι οι μουσουλμάνοι είναι άτομα που δυνάμει κάνουν χρήση βίας”.