«Πάμε στον Καρρά;». Τρεις λέξεις, κάτι σαν συνθηματικό, που έντυνε με ουίσκι και δαχτυλίδια καπνού τα Σαββατόβραδα της καψούρας, τα Σαββατόβραδα του Βασίλη Καρρά.
Ο Βασίλης Καρράς η λαϊκή φωνή με τη χαρακτηριστική χροιά και τα τραγούδια που σε τίναζαν σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο, σίγησε για πάντα στις 24 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Βασίλης Καρράς είναι «παρών», μέσα από τις δεκάδες επιτυχίες του, μέσα από τα λόγια του, από τις συνεντεύξεις του, μέσα από τις σελίδες της βιογραφίας του που μόλις κυκλοφόρησε (Εκδόσεις: Ταξιδευτής), γραμμένο από τον συγγραφέα Θάνο Κανούση.
«”Έχω ζήσει δέκα ζωές”, μου έλεγε πάντα», εξομολογείται ο συγγραφέας, «και η αγάπη που έχω πάρει δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα χρυσάφι του κόσμου!».
«Ο Βασίλης Καρράς (η ταυτότητα έγραφε Βασίλειος Κεσογλίδης), γεννήθηκε στο Κοκκινοχώρι Καβάλας στις 12 Νοεμβρίου του 1953. Ένα γνήσιο λαϊκό παιδί, ένας φιλόδοξος Μακεδόνας, που κάτω από το εφηβικό μαξιλάρι του έκρυβε όνειρα με νότες, ήχους μπουζουκιού, χειροκροτήματα…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε ηλικία 10 ετών, η οικογένεια Κεσογλίδη κατεβαίνει για την επιβίωση, στην μεγάλη πόλη, τη Θεσσαλονίκη. Έξι χρόνια μετά, ο αμούστακος Βασίλης περνά δειλά το κατώφλι του νυχτερινού κέντρου “Πρόσφυγας” στον Εύοσμο όπου και τραγουδά σε κοινό, για πρώτη φορά. Τα πρωινά, άφηνε το κρεβάτι του και εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων, ενώ εργάστηκε και στο μηχανοστάσιο του ΟΣΕ στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Άπειρες νύχτες αργότερα, ο Βασίλης Καρράς ωριμάζει καλλιτεχνικά και κατεβαίνει στην Αθήνα- το μεγάλο χωνευτήρι ταλέντων. Νύχτα ξελογιάστρα, Μ’ έχεις κάνει αλήτη… εκτοξεύουν τη φήμη του, το νυχτοκάματο, τους θαυμαστές, το εκτόπισμά του. Στούντιο, δίσκοι, συνεργασίες, ντουέτα, αυτόγραφα, συνεντεύξεις και λίγο πριν το μεγάλο μπάμ, ήρθε και ο έρωτας.
Άγουρος μόλις στα 18 του, γνώρισε το κορίτσι του την Χριστίνα, τη γυναίκα της ζωής του η οποία έμεινε στο πλευρό του μέχρι και την τελευταία του πνοή. Μαζί απέκτησαν την Ειρήνη, τη μοναχικόρη και μοναχοπαίδι τους. Την Ειρήνη που λάτρεψε όσο τίποτα στον κόσμο.
Όταν δεν τραγουδούσε περνούσε το χρόνο του στο προσωπικό του ησυχαστήριο στο «Χωριό της Ειρήνης» λίγο πιο έξω από την Καβάλα.
Οι απαγωγές
Ο Βασίλης Καρράς είχε σοκάρει τους πάντες όταν αποκάλυψε πως κατά το παρελθόν είχε πέσει θύμα απαγωγής όχι μία, αλλά τρεις φορές. Οι απαγωγές έγιναν στη Θεσσαλονίκη και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του περιγράφοντας πώς κατάφερε να ξεφύγει από τους απαγωγείς του.
“Έχω ζήσει πολύ καλά πράγματα, κακά, ταλαιπωρία, δόξα. Πράγματα που δεν περίμενα να ζήσω. Έζησα δυο απαγωγές. Φοβήθηκα. Καθόλου δεν προσέχω. Ο ίδιος είμαι. Δεν έχω πειράξει ποτέ άνθρωπο στη ζωή μου οπότε γιατί να στεναχωριέμαι;”, δήλωσε παλαιότερα.
Τα είχε βάλει και με τα θηρία της φύσης και βρήκε νικητής,: “Επτά φορές πήρε το ποτάμι το σπίτι μου στη Σταυρούπολη, δεν έχουν μείνει ούτε παιδικές φωτογραφίες να θυμάμαι, τα είχε πάρει επτά φορές ψυγεία, κουζίνες…”.
Η μάχη με τον καρκίνο και το τέλος
«Και λίγο πριν τελειώσουμε τούτο το βιβλίο, ήρθαν τα κακά μαντάτα για την υγεία του. Τον είδα μετά τις επεμβάσεις αρκετά αδυνατισμένο, αλλά αποφασισμένο για ζωή και χαρούμενο που όλα είχαν πάει καλά», γράφει ο συγγραέας.
«Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: “Θάνο, πρέπει να μιλήσουμε στο βιβλίο για τον καρκίνο και την περιπέτεια της υγείας μου. Ο κόσμος πρέπει να ξέρει τα πάντα για μένα και πρέπει πάνω απ’ όλα να μάθει να παλεύει για τα πάντα, ακόμα και για τον καρκίνο”. Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου Καρρά. Τίποτα κρυφό από τον κόσμο που τον αγάπησε και τον αποθέωσε, ως σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή!
Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου του 2023, μια μέρα πριν μπει πάλι στην εντατική. Πήγα στο σπίτι του. Με έβαλε να του διαβάσω τη βιογραφία του μπροστά στη γυναίκα του, τον Στράτο και τον ξάδελφό του, τον Γιώργο.
Έβλεπα στα μάτια του, καθώς του διάβαζα το βιβλίο, μια μεγάλη ικανοποίηση από αυτά που άκουγε για πολλοστή φορά. Ρούφαγε κάθε λέξη και κάθε εικόνα με θρησκευτική κατάνυξη. Ήξερα όμως, πως πόναγε πολύ αλλά δεν ήθελε με τίποτα να φανεί ο πόνος του. Πολλές φορές απέφευγα να τον κοιτώ στα μάτια. Είχε μια απόκοσμη, πέρα από το ανθρώπινο, όψη, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη.
Ήθελε να τον θυμόμαστε όλοι έτσι: χαμογελαστό, περήφανο και θαρραλέο.
Φεύγοντας, με φώναξε κοντά του και μου είπε: “Θανούλη, θέλω να με αγαπάς και να με σκέφτεσαι”».