Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο μεγάλος Έλληνας λαϊκός συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας και πέθανε, 69 χρόνια αργότερα, την ίδια ημέρα το 1984, σε νοσοκομείο του Λονδίνου.
Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ο Βασίλης Τσιτσάνης τραγούδησε την φτώχεια, την ξενιτιά, την ελπίδα, τη λαχτάρα, τη ζωή, πλούτισε τη μουσική και έβαλε τη σφραγίδα του στην εξέλιξη της ελληνικής μουσικής και του ελληνικού τραγουδιού.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Άλλωστε δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έχει τραγουδήσει Τσιτσάνη…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς οι οποίοι κατέβηκαν από τα Άγραφα.
Έμαθε να παίζει μόνος του μαντολίνο και μπουζούκι και σε ηλικία 11 ετών, όταν θα πεθάνει ο τσαρουχάς πατέρας του, εκείνος θα πιάσει το μαντολίνο και θα παίζει σε πανηγύρια και τα παζάρια για το μεροκάματο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στο γυμνάσιο άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί και σε ηλικία μόλις 15 ετών θα γράψει και τα πρώτα του τραγούδια.
Το 1936 ο Τσιτσάνης φτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και ταυτόχρονα ψάχνει δουλειά σε ταβέρνες και μουσικούς καφενέδες για να μπορεί να ζήσει.
Έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια» και τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν». Εκεί ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937).
Ακολούθησε η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Ακολούθησαν δεκάδες: «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», που ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Ο Τσιτσάνης φτιάχνει τραγούδια ασταμάτητα, ωστόσο οι εποχές είναι περίεργες, καθώς η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά απαγορεύει τόσο τα ρεμπέτικα τραγούδια όσο και τις ανατολίτικες μελωδίες. Η περίοδος επιβάλλει εμβατήρια.
Ο Τσιτσάνης σκαρφίζεται ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού και παντρεύει το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία για να «πιάσει» τις ευρύτερες μάζες.
Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Καλός στρατιώτης δεν θα γίνει, παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Τα μερόνυχτα που περνά στο πειθαρχείο, θα γεννήσουν τα ωραιότατα τραγούδια.
Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του Ζωή Σαμαρά, την οποία θα παντρευτεί το 1942 και θα αποκτήσουν αργότερα δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνης», στην οδό Παύλου Μελά 22.
Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Νύχτες μαγικές», «Ντερμπεντέρισσα» και φυσικά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τραγούδι-σήμα κατατεθέν για τον ίδιο αλλά και ολόκληρο το ελληνικό πεντάγραμμο.
Ο πόλεμος τελειώνει και οι δισκογραφικές λειτουργούν και πάλι, επιτρέποντάς του να ηχογραφήσει τις μελωδίες του.
Το 1946, ο «Βλάχος», όπως τον αποκαλούσαν οι ρεμπέτες φίλοι του, θα επιστρέψει στην Αθήνα, με τον εμφύλιο πόλεμο να μετατρέπεται γι’ αυτόν σε πηγή έμπνευσης.
Πρέπει όμως να φανεί ξύπνιος και να σκεφτεί δημιουργικά καθώς τα τραγούδια του λογοκρίνονται.
Έτσι επινοεί διάφορα τεχνάσματα για να κυκλοφορήσει κάποια από αυτά ενώ άλλα δεν θα εκδοθούν ποτέ ή πολύ αργότερα. Ο εμφύλιος τελειώνει και έρχεται και η πλήρης αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη.
Ο ίδιος ανακαλύπτει νέες φωνές και ταλέντα: οι Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου και άλλοι.
Οι επιτυχίες πολλές και ηχηρές: «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει» και αμέτρητα ακόμη.
Μέσα δεκαετίας του ’50 και το νέο είδος του λαϊκού τραγουδιού γνωρίζει μεγάλη απήχηση στην κοινωνία και ο Τσιτσάνης είναι από τους πρωτεργάτες του.
«Αχάριστη», «Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη» και «Συννεφιασμένη Κυριακή» που γίνεται μουσικό σήμα σε ραδιοφωνική εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι. Ξεκινά τις εμφανίσεις του σε μαγαζιά αλλά και σε κινηματογραφικές ταινίες της εποχής. Συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Το ρεμπέτικο έχει πια απενοχοποιηθεί και πλέον είναι συνώνυμο της λαϊκής διασκέδασης.
Ακολουθούν: «Ίσως αύριο», «Τα λιμάνια», «Τα ξένα χέρια», «Μείνε αγάπη μου κοντά μου», «Κορίτσι μου όλα για σένα», «Κάποιο αλάνι», «Της γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στη φλέβα» και δεκάδες ακόμα αριστουργήματα του ελληνικού πενταγράμμου.
Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, τσιφτετέλια ακούγονται παντού.
Τη δεκαετία του 1970, δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη στο Χάραμα τραγουδούν, θα βρεθούν οι νεότερες γυναικείες φωνές της Ελλάδας: Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Μαρίζα Κωχ, Τάνια Τσανακλίδου.
Στο Χάραμα θα πάνε ηθοποιοί, πολιτικοί αλλά και ξένες προσωπικότητες για να τον απολαύσουν.
Στις 18 Ιανουαρίου 1984, την ημέρα των γενεθλίων του, αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές σε εγχείρηση στους πνεύμονες.
Τα λόγια Μίκη Θεοδωράκη για τον Βασίλη Τσιτσάνη, μέσω της εφημερίδας «Τα Νέα» τα λένε όλα: «Το τραγούδι του Τσιτσάνη είναι η Ελλάδα και όσο θα υπάρχουν Έλληνες ο Τσιτσάνης θα ζει μαζί τους».