Ο Ρουβίκωνας ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στο κατάστημα της "Leroy Merlin" στην Κηφισίας, τα ξημερώματα της Κυριακής (15.07.2018).
Σε σχετική ανάρτησή του στο indymedia, ο Ρουβίκωνας αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι προχώρησε στην σημερινή επίθεση, επειδή η συγκεκριμένη επιχείρηση απέλυσε εργαζόμενη.
Οι αναρχικοί αφού έσπασαν την τζαμαρία του καταστήματος, στην συνέχεια πέταξαν μπογιές.
Υπενθυμίζεται πως όπως έχει γίνει γνωστό, η εργαζόμενη πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, και η εταιρεία προχώρησε στην κίνηση αυτή ενώ ήξερε το πρόβλημά της.
Η αναρχική ομάδα ανήρτησε και βίντεο με την στιγμή του “ντου”.
Η ανακοίνωση του Ρουβίκωνα
“Μόλις πρόσφατα ακούσαμε την υπουργό εργασίας να πανηγυρίζει για την υπόθεση δικαίωσης στα δικαστήρια 2 εργαζόμενων που τελικά πήραν πίσω μισθούς 7 μηνών που τους χρώσταγε το αφεντικό και αποζημίωση απόλυσης. Κάτι τέτοιο, έχουμε φτάσει στο σημείο να αποτελεί είδηση και αιτία ανακοινώσεων από υπουργό. Αυτή είναι η πραγματικότητα στις νέες μεταρρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις, που όπως όλοι γνωρίζουμε υποτίθεται φέρνουν ανάπτυξη που με την σειρά της φέρνει πλούτο για όλους.
Σκλαβοπάζαρο. Αυτο είναι το νέο εργασιακό περιβάλλον. Τα αφεντικά, οι επιχειρηματίες, οι επενδυτές, το κεφάλαιο, οι καπιταλιστές, όπως κι αν θέλει να τους πει κανείς δεν έχει διαφορά, κάνουν ότι γουστάρουν, όποτε γουστάρουν όπως γουστάρουν. Οι εργάτες θα σκύψουν το κεφάλι αλλιώς δεν μπορέσουν να επιζήσουν.
Κάποτε, ανάμεσα σε άλλα δικαιώματα που κερδήθηκαν με αίμα, υπήρχε η στοιχειώδης εργασιακή προστασία ατόμων που αρρωσταίνουν.
Σήμερα μια πολυεθνική (και το τονίζουμε, δεν πρόκειται για κάποιο μαύρο αφεντικό που πετάει με τις κλωτσιές ανασφάλιστο εργαζόμενο), τα Leroy Merlin απέλυσαν εργαζόμενη με το που έμαθαν ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Δεν θα επιμείνουμε να περιγράψουμε τι σημαίνει γιαυτή την εργάτρια αυτή η απόλυση. Ούτε καν τι σημαίνει για όλους τους εργαζόμενους μια τέτοια πραγματικότητα. Ο καθένας και η καθεμιά που ζει από τον ιδρώτα του καταλαβαίνει.
Θα πούμε όμως κάτι άλλο:
Αν λοιπόν υπήρχε μαχητικός συνδικαλισμός βάσης, το Leroy Merlin θα κατέβαζε ρολά σε 5 λεπτά από την απόλυση και δεν θα ξανάνοιγε αν δεν ξαναδούλευε η συγκεκριμένη εργάτρια. Αν υπήρχε ισχυρή ταξική οργάνωση θα έσπαγε τον τσαμπουκά των αφεντικών αν αυτά επιχειρούσαν να κάνουν αντίποινα είτε μέσω του κράτους και των δικαστηρίων είτε μέσω των δικών τους μπράβων. Αν υπήρχαν τα σωματεία που κάποτε κέρδισαν τα εργατικά δικαιώματα που σήμερα χάνονται, το αφεντικό της όποιας Leroy Merlin θα κοίταγε πίσω από την πλάτη του κάθε πρωί αν επέμενε σε τέτοιες αντεργατικές επιθέσεις.
Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί πρώτα από όλα η εργατική βάση ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη να τα φτιάξει. Δεν κάνουμε τους έξυπνους, ούτε κουνάμε δάχτυλο. Είμαστε και εμείς μέρος μια συνθήκης διαρκών μαχών οπισθοφυλακής σε μια εποχή που η βάση είναι βυθισμένη στην αμηχανία, την ιδιώτευση, την αποστράτευση. Στην εποχή που η καθεστωτική αριστερά εξασφαλίζει ότι και η δεξιά, συν κοινωνική ειρήνη για τα αφεντικά. Και που πανηγυρίζει με πικρή ειρωνεία αν μια στο τόσο δικαιωθεί κάνας εργάτης για κάποια απο όσα του κλέβουν τα αφεντικά.
Σε αυτή την αγριότητα οι μικρές δυνάμεις του όποιου συνδικαλισμού έχει απομείνει, με ότι περιεχόμενο και δομές διαθέτει, δεν επαρκούν για κάτι περισσότερο απο συμβολισμούς που όσο κι αν δυσαρεστούν το κεφάλαιο δεν επαρκούν για τίποτα. Ούτε οι παρεμβάσεις πολιτικών υποκειμένων όπως εμείς προσφέρουν κάτι άλλο από φώτα δημοσιότητας στις βρωμιές του κεφαλαίου.
Από το τίποτα το κάτι είναι προτιμότερο ακόμα κι αν το μόνο που προσφέρει είναι περισσότερο φως κι ένα μικρό παράδειγμα. Αλλά πρέπει όλες και όλοι να καταλάβουμε πως το κάτι λίγο απέχει ελάχιστα από το τίποτα. Κι ότι μέχρι να φτιαχτεί η μεγάλη ταξική οργάνωση στην βάση, σε κάθε κλάδο, σε κάθε χώρο δουλειάς, με τα θύματα της μαύρης εργασίας και τους άνεργους μέσα, δεν μπορούμε να γίνει τίποτα άλλο από μικρά αντίποινα στα καθημερινά χαστούκια που τρώμε. Το ερώτημα παραμένει τι κοστίζει περισσότερο: η συμμετοχή, ο χρόνος ο κόπος και το ρίσκο σε έναν νέο συνδικαλισμό, ή η ελπίδα πως δεν θα αρρωστήσεις ποτέ κι έτσι θα συνεχίσεις να παίρνεις τα 400 ευρώ το μήνα φιλανθρωπία για 12ωρα δουλειάς μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Να μην αυταπατάται κανείς αυτό ακριβώς είναι το δίλημμα”.