Την ανάγκη αύξησης της επένδυσης στην Υγεία για τη βελτίωση του προσδόκιμου αλλά και της ποιότητας ζωής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αναδεικνύει μελέτη του Καθηγητή των Οικονομικών της Υγείας, Ιωάννη Υφαντόπουλου.
Η μελέτη «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας» διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Πολιτικών, Οικονομικών & Κοινωνικών Ερευνών (Ι.Π.Ο.Κ.Ε.) και παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein 2023.
Στα ευρήματα της, περιλαμβάνονται οι υποκείμενοι κίνδυνοι από την περαιτέρω μείωση των δαπανών υγείας που συνδέονται με τη χρόνια υποχρηματοδότηση σε 3 επιλεγμένα περιφερειακά ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Υποχρηματοδότηση, η οποία οδηγεί σε χαμηλούς δείκτες ποιότητας ζωής και υψηλή πολυνοσηρότητα, όπως αναφέρθηκε συγκεκριμένα.
Η έρευνα υλοποιήθηκε με την υποστήριξη της Viatris Europe, με επιστημονικό υπεύθυνο τον Καθηγητή του Ε.Κ.Π.Α., κ. Ιωάννη Υφαντόπουλο και παρουσιάστηκε με τη συνεργασία της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ).
Ο Καθηγητής κ. Υφαντόπουλος, επισήμανε πως η δεκαετής οικονομική κρίση είχε σοβαρά αρνητικά αποτελέσματα στη χώρα μας:
«Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Η κρατική χρηματοδότηση για την Υγεία στη χώρα μας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημόσιων πόρων αλλά ως ευκαιρία επένδυσης στην υγεία του πληθυσμού, δηλαδή του ανθρώπινου κεφαλαίου της οικονομίας μας», όπως ανέφερε.
Υποχρηματοδότηση της Υγείας και μετακύλιση του κόστους στις τσέπες των πολιτών
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, φαίνεται ότι υπάρχει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σημαντική μείωση στις δημόσιες δαπάνες υγείας με αντίστοιχη αύξηση στις ιδιωτικές δαπάνες.
Η μετακύλιση δε του κόστους από το δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών επέφερε επιπλέον επιβάρυνση στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας υψηλά επίπεδα καταστροφικών δαπανών.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, με τον μέσο όρο της Ευρώπης στις ιδιωτικές δαπάνες Υγείας να βρίσκεται στο 15,3%, στην Ελλάδα ο αντίστοιχος δείκτης αγγίζει το 35%
Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη, με την Ελλάδα να καταγράφεται ως μία από τις χώρες της Ε.Ε.-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες.
Επιπλέον, η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της Ε.Ε., με 1 στους 3 Έλληνες (36%) να ζουν με χαμηλή ποιότητα ζωής, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης σε αριθμούς
Με τη χρήση μακρο- και μικρο-ανάλυσης πηγών Big Data που καλύπτουν την περίοδο 1960-2021, η μελέτη κατέδειξε ότι οι επενδύσεις στην υγεία, συνολικές δημόσιες και φαρμακευτικές δαπάνες υγείας, δεν επαρκούν σε αυτές τις 3 χώρες, παρά τη μεγάλη οικονομική τους ανάπτυξης κατά τα τελευταία 20 έτη.
Το ποσοστό του ΑΕΠ για επενδύσεις στην υγεία, στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται 2,2 μονάδες χαμηλότερα από το μέσο όρο (Μ.Ο) των 27 χωρών της Ε.Ε. που είναι στο 9%.
Συγκεκριμένα:
Ελλάδα 6,8 %,
Πολωνία 6,5%,
Ρουμανία 5,7%
Ταυτόχρονα στις χώρες αυτές παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ιδιωτικών δαπανών υγείας από τους ασθενείς. Την ώρα που ο μέσος όρος των χωρών της ΕΕ είναι στο 15,3%, οι τρεις αυτές χώρες βρίσκονται στα παρακάτω ποσοστά:
Ελλάδα 35%,
Πολωνία 20%,
Ρουμανία 19%
Τα παραπάνω συμπεράσματα, σύμφωνα με τον ερευνητή Καθηγητή Υφαντόπουλο, έχουν οδηγήσει – συνδυαστικά με τις καθυστερήσεις στη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας που προκλήθηκαν από την COVID-19, σε κρίση κόστους διαβίωσης, σε πληθωρισμό και γεωπολιτικές προκλήσεις – σε σημαντικά χαμηλότερο προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης και λιγότερα έτη υγιούς διαβίωσης στο σύνολο των τριών χωρών σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.
Αυτό εντείνει τις υγειονομικές και κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Κι ενώ η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής στην Ε.Ε, η Πολωνία βρίσκεται στην τέταρτη θέση ως προς την κατάταξη που αφορά την ποιότητα ζωής, ενώ οι άνθρωποι στη Ρουμανία ζουν λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης (59,9 έτη) σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε. (64 έτη).
Οι πολίτες αυτών των κρατών παρουσιάζουν πολυνοσηρότητα (σημειώνεται ότι 6 στους 10 ανθρώπους στην Πολωνία υφίστανται πολυνοσηρότητα), αλλά και υψηλές ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα, το 21% στη Ρουμανία και το 12% στην Πολωνία), οι οποίες όσο περνά ο καιρός αυξάνονται.
Της Γιάννας Σουλάκη/iatropedia.gr