Στην τρίτη δόση του εμβολίου κατά του κορονοϊού αναφέρθηκε ο Καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και μέλος της Επιτροπής Επιστημόνων του Υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό, Χαράλαμπος Γώγος.
Όπως είπε ο Χαράλαμπος Γώγος μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα για την αναγκαιότητα της τρίτης δόσης: «Πρέπει να ξεκινήσουμε με τους ανοσοκατεσταλμένους, που αφενός είναι πιο ευάλωτοι αφετέρου έχουν μικρότερη ανοσολογική απάντηση με τις δύο δόσεις του εμβολίου. Φαίνεται ότι η τρίτη δόση κατά του κορονοϊού αποτελεί πρακτικά τον πλήρη εμβολιασμό για αυτές τις ομάδες».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Χαράλαμπος Γώγος επεσήμανε πως καθώς περνάει ο καιρός από τη δεύτερη δόση, θα χρειαστούμε και τρίτη δόση, η οποία θα ξεκινήσει από τους υγειονομικούς και από τους ηλικιωμένους που έχουν κάνει νωρίς το εμβόλιο.
Στη συνέχεια θα εμβολιαστεί ο υπόλοιπος πληθυσμός: «Δεν είμαστε σίγουροι ακόμα αν θα πάμε σε όλο τον πληθυσμό, ωστόσο σε περίπου 2 μήνες θα έχουμε πλήρη εικόνα. Πάντως η λογική είναι αυτή».
Αυτή τη στιγμή, όπως είπε, δεν συνίσταται η μέτρηση αντισωμάτων, καθώς οδηγίες για τη μέτρησή τους δεν υπάρχουν και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Παρότι η μισή Ελλάδα έχει μετρήσει αντισώματα. Δεν συνιστάται η μέτρησή τους πάντως, γιατί υπάρχει ακόμα κενό στο θέμα των αντισωμάτων».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως είπε, είναι ισχυρή η πιθανότητα να γίνεται εμβόλιο κατά του κορονοϊού, όπως με τη γρίπη, το οποίο θα είναι επικαιροποιημένο με το νέο στέλεχος που μπορεί να υπάρχει, αλλά και αυτό πάλι δεν είναι σίγουρο ανέφερε.
Σημείωσε πως υπάρχει σταθεροποίηση στην πορεία της πανδημίας και πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνω των 40 έχουν εμβολιαστεί κατά 60%.
«Με μια σχεδόν κανονικότητα στην καθημερινότητά μας πηγαίναμε καλά, πριν αρχίσουν τα σχολεία. Υπάρχει λοιπόν τώρα το στοίχημα με το άνοιγμα των σχολείων που είναι αναγκαίο αλλά έχει ένα ρίσκο, γιατί τα παιδιά είναι ανεμβολίαστα. Τώρα όμως είναι εμβολιασμένοι οι ενήλικες, οπότε την μεταφορά της νόσου στο οικογενειακό περιβάλλον, που ήταν το βασικό πρόβλημα που είχαμε πέρσι, θα μπορέσουμε να το αποφύγουμε» σημείωσε.
Παράλληλα, σημείωσε: «Οπότε σιγά σιγά πρέπει να προχωράμε σε μεγαλύτερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης και στα παιδιά. Ήδη πάμε καλά, έχουμε ένα 10%-20% ποσοστό εμβολιασμού στα παιδιά, περισσότερο στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους φοιτητές που φτάνει πάνω και από το 70% η κάλυψη».
Ο ίδιος τόνισε πως θα ήταν χρήσιμο αν οι τάξεις αραιώνονταν, κάτι που θα έπρεπε να ήταν στους στόχους της σχολικής κοινότητας. Τα άλλα εργαλεία, είναι η μάσκα, πλύσιμο χεριών, αποστάσεις και το συχνό τέστινγκ.
Κατέληξε, δε, λέγοντας πως: «Είναι ένα ρίσκο το 50%, αλλά στηρίζεται στο γεγονός ότι θα ελέγχονται συνέχεια τα παιδιά σε μεγάλη κλίμακα. Καταλαβαίνω τις ανησυχίες των γονιών, και ότι μερικά παιδιά δεν θα πάνε σχολείο γιατί οι γονείς θα φοβηθούν. Από την άλλη έχουμε κάποια πλεονεκτήματα, εμβολιασμένους γονείς στο σπίτι, πολλά τεστ στην τάξη, εμβολιασμένα λίγα παιδιά όπου είναι δυνατόν, οπότε όλο αυτό δημιουργεί ένα πλαίσιο ασφάλειας καλύτερο σε σχέση με πέρσι. Αλλά είναι σε δοκιμή, τίποτα δεν είναι σίγουρο, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή εάν δυσκολέψουν».