Νεώτερος, παιδί του εμφύλιου χωρίς μνήμες προσφυγιάς και πείνας κατοχικής.
Ο πιο κιμπάρης, ο πιο γλυκός, ο πιο βουβός. Στοχαστής.
Ορφανός στην παιδική του ηλικία γιατί ο αντάρτης πατέρας έστειλε γράμμα ότι ζει όταν ο μικρός ήταν 16. Τον γνώρισε κοντά στα 30 του.
Έζησε λοιπόν τον πόνο του απόκληρου, του στιγματισμένου αριστερού κι ορφανού στα Τρίκαλα.
Έμαθε τον μόχθο της φτώχειας κι έχτισε την περηφάνια της ολιγάρκειας.
Κι όταν πλούτισε κι όταν πρόκοψε ήταν πάντα κυπαρίσσι. Λιτός κι αλύγιστος.
Κι έτσι έφυγε.
Είχε λοιπόν ζωή να πει και πόνο να τραγουδήσει.
Στο λαϊκό τραγούδι έφερε τη μακρόσυρτη, κοφτή μελωδία των μεγάλων του ζεϊμπέκικων.
Με το Μικρούτσικο, το Νικολόπουλο αλλά και τον Τόκα και τους στίχους της Νικολακοπούλου.
Στα τραγούδια υπήρχαν λέξεις που σε κάρφωναν στη γη, φράσεις που σε πέταγαν από το σανίδι.
Όμως η ψυχή του είχε το στίγμα του Ζαμπέτα, αυτό το μείγμα μελωδικού στοχασμού, μέσα από τον σαρκασμό, την ευστοχία του στίχου και το allegro ma non tropo του μπουζουκιού.
Κάποιος θα νόμιζε ότι ταιριάζει περισσότερο στον Θεοδωράκη. Τον τραγούδησε από το 1966 αλλά τον ξεπέρασε. Εύκολα.
Γιατί δεν τραγούδησε τη θυσία, τους κοινωνικούς καημούς. Δεν ήταν ιερατικός
Το μεγαλείο του ζεϊμπέκικου το βρήκε στην ψυχή των ανθρώπων, την επιλογή στα προσωπικά συναισθήματα, στη μοναξιά, την πίκρα, τον έρωτα, την απόρριψη, το λάθος. Εκεί έστησε τη δική του μυσταγωγία.
Η Ρόζα, η εθνική μας μοναξιά, τα λαδάδικα, η Θεσσαλονίκη που την έκανε πατρίδα του και την αγαπήσαμε μαζί του, είναι οι στιγμές του.
Ο Μητροπάνος το τραγούδι του το χόρευε. Και τον χορό του τον τραγουδούσε.
Είναι το πιο λιτό ζεϊμπέκικο που έχω δει να χορεύεται. Μια στροφή σπαθάτη, στακάτη, γρήγορη χωρίς ψεγάδι. Όπου δεν περισσεύει τίποτα.
Κι ένα πρόσωπο όπου η συγκέντρωση δεν ήταν στη βαθιά φωνή του.
Αλλά στα μεγάλα λυπημένα και γλυκά μάτια του.
Έτσι τραγουδούσε. Κι έτσι ζούσε.
Ότι το καλύτερο έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από το 70 και μετά έφυγε. Θα τον τραγουδάμε και θα τον θυμόμαστε όλο και πιο πολύ, επίκαιρα σήμερα στην εθνική μας μοναξιά.