Κάθε χρόνο, στις 2 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία τιμά την Υπαπαντή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, που είναι μια Δεσποτική και συγχρόνως Θεομητορική εορτή.
Η εορτή της Υπαπαντής του Ιησού Χριστού, είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της Εκκλησίας μας (άρχισε να γιορτάζεται το 518 μ.Χ.).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Υπαπαντή (ή διαφορετικά Υπαντή) σημαίνει υποδοχή και συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Το γεγονός αυτό εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β’, στ. 22-35.
Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό, σύμφωνα με το νόμο, επειδή ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας, το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται».
Σύμφωνα πάντα με την παράδοση οι γονείς έπρεπε παράλληλα να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών. Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει.
Κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Τα βυζαντινά χρόνια, η Υπαπαντή εορτάζονταν ως μικρή γιορτή στις 14 Φεβρουαρίου, ωστόσο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την ανήγαγε σε δεσποτική το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για έναν λοιμό που έπληττε την επικράτεια του.
Σήμερα, μόνο η Αρμενική Εκκλησία τιμά την Υπαπαντή στις 14 Φεβρουαρίου, ενώ οι «παλαιοημερολογίτες» γιορτάζουν την Υπαπαντή στις 15 Φεβρουαρίου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.