Τρίτη, 26 Νοε.
9oC Αθήνα

Αύξηση 150% του κόστους ενέργειας μέσα σε 11 χρόνια – Ποιοι παράγοντες το επηρέασαν – Έρευνα της ΤτΕ

Αύξηση 150% του κόστους ενέργειας μέσα σε 11 χρόνια – Ποιοι παράγοντες το επηρέασαν – Έρευνα της ΤτΕ

Η επιβολή φορολογίας και η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην αγορά ενέργειας είναι οι βασικές αιτίες για την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους κατά την περίοδο 2005-2016, σύμφωνα έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σύμφωνα με τις διευθύνσεις Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της ΤτΕ και του Παντείου Πανεπιστημίου «η αύξηση του ενεργειακού κόστους τα τελευταία χρόνια οφείλεται στη σημαντική άνοδο των τιμών της ενέργειας, τόσο στην αγορά χονδρικής όσο και στην αγορά λιανικής. Οι τιμές των πετρελαιοειδών, του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα λόγω και της σημαντικής αύξησης των φόρων και άλλων επιβαρύνσεων», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της έκθεσης Πηνελόπη Ζιούτου (ΤτΕ) και Δημήτριος Σιδέρης (Πάντειο). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις τους, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά περίπου 150% την περίοδο 2005-2016, φθάνοντας το 2016 τα 0,17 ευρώ/KWh (Κιλοβατώρα) από 0,07 ευρώ/KWh το 2005.
Ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα των ειδικών είναι πως «αν και παραμένουν (σ.σ. οι τιμές ρεύματος) χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ, η σημαντική αύξησή τους δείχνει ταχύτερη επιδείνωση του κόστους διαβίωσης στην Ελλάδα αυτή την περίοδο».
Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία κατέγραψαν επίσης σημαντική αύξηση (44%), ανερχόμενες στα 0,09 ευρώ/KWh το 2016 από 0,06 ευρώ/KWh το 2005, μεγαλύτερη της αύξησης του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
«Ως αποτέλεσμα, το 2016 οι ελληνικές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία (0,093 ευρώ/KWh) κατέληξαν υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου (0,081 ευρώ/KWh), αποτελώντας αντικίνητρο για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ και συμβάλλοντας αρνητικά στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων», επισημαίνεται στη μελέτη της ΤτΕ.
Η δομή της αγοράς
Σύμφωνα με τους αναλυτές της κεντρικής τράπεζας και του Παντείου Πανεπιστημίου «σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στις υψηλές τιμές είναι η δομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργεια», λένε κι εξηγούν: «Η αγορά χαρακτηριζόταν από μονοπωλιακές δομές που είχαν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τη δυσκολία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο παραγωγής». Η ΔΕΗ εντοπίζεται ως ο κύριος παράγοντας της ανόδου των τιμών:
«Η κάθετα ολοκληρωμένη κρατική εταιρία ηλεκτρισμού “Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.” (ΔEΗ) είχε τα αποκλειστικά δικαιώματα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω λιγνίτη και υδροηλεκτρικών εργοστασίων, αλλά και για τη διαχείριση των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Η έλλειψη ανταγωνισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού επηρέασε αρνητικά την εγχώρια αγορά, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές για χαμηλότερες τιμές και καλύτερες υπηρεσίες», διαπιστώνει η έκθεση.
Σύμφωνα με τους Ζιούτου και Σιδέρη «η ΔEΗ συνεχίζει να δεσπόζει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αντιπροσωπεύει το 79% της εγκατεστημένης θερμικής ισχύος και το 75% περίπου της παραγωγής θερμικής ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά και το μερίδιο της λιανικής αγοράς που κατέχει η ΔΕΗ παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, παρ’ όλη τη μείωση που παρατηρήθηκε μετά τις ρυθμίσεις του 2013».
Κατά τους ίδιους αναλυτές «το μερίδιό της φθάνει στο 88% το 2016. Επιπλέον, 17 προμηθευτές δραστηριοποιούνταν στην αγορά λιανικής και το δεύτερο μεγαλύτερο κατά σειρά μερίδιο αγοράς προμηθευτή ήταν 2,9% το 2016».
Γιατί δεν μειώνεται το μερίδιο της ΔEΗ
Το μερίδιο της ΔEΗ είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, υψηλότερο ακόμη και σε σχέση με χώρες της ΕΕ με λιγότερο απελευθερωμένες αγορές, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ρουμανία, λέει η έκθεση και παραθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν μειώνεται το μερίδιο της: «Αξίζει να επισημανθεί ότι για ένα σημαντικό τμήμα πελατών της ΔΕΗ δεν είναι εύκολο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις προκειμένου να μετακινηθούν σε εναλλακτικό προμηθευτή. Σε αυτό το τμήμα ανήκουν οι αγρότες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα φθηνά τιμολόγια της ΔEΗ, οι μεγάλοι βιομηχανικοί πελάτες που απολαμβάνουν κάποιες εκπτώσεις, καθώς και οι φορείς που στεγάζονται σε δημόσια κτίρια».
Αλλά και οι υπόλοιποι καταναλωτές δεν αφήνουν εύκολα τη δημόσια επιχείρηση. Σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ «επιπλέον, οι λοιποί πελάτες έχουν κάνει ελάχιστη χρήση της δυνατότητας αλλαγής προμηθευτή. Πιθανός λόγος για αυτή την καταναλωτική συμπεριφορά είναι η εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με τα πιθανά οικονομικά οφέλη και την πολυπλοκότητα της διαδικασίας αλλαγής. Η πολυπλοκότητα του λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας και το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει αρκετά στοιχεία που δεν σχετίζονται με αυτή, όπως τα δημοτικά τέλη και τα τέλη τηλεόρασης, έχει επίσης αναγνωριστεί ως πιθανός φραγμός στην αλλαγή προμηθευτή.
Άνοιγμα της αγοράς – μέτρα
Το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ πρέπει να μειωθεί στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.
Η έκθεση περιγράφει στη συνέχεια την εφαρμογή του μηχανισμού των ΝΟΜΕ για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κυβέρνηση κατέφυγε σε έναν εναλλακτικό μηχανισμό για τη μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔEΗ: οι δημοπρασίες NOME, σύμφωνα με το νόμο του 2016 για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ν. 4389/2016), επιτρέπουν διμερείς συμφωνίες μεταξύ παραγωγών και διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας (ουσιαστικά επιτρέπουν σε εναλλακτικούς προμηθευτές να αγοράσουν ηλεκτρικό ρεύμα από τη ΔEΗ).
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) καθορίζει την ετήσια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που θα διατίθεται μέσω δημοπρασιών πωλήσεων προμηθειών ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ο διαχειριστής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΛΑΓΗΕ) διεξάγει τις δημοπρασίες. Μέσω των δημοπρασιών η ΔEΗ θα πωλήσει περίπου 40% της παραγωγής της από λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς (στους οποίους έχει μονοπώλιο). Οι δημοπρασίες NOME και ο αυξανόμενος αριθμός συμμετεχόντων στην αγορά αποτελούν θετική πρώτη ένδειξη για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση την παροχή στους καταναλωτές καλύτερων υπηρεσιών σε χαμηλότερες τιμές.
Φορολογία
«Οι σημαντικές αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή φορολογική επιβάρυνση», διαπιστώνουν οι ειδικοί της ΤτΕ και του Παντείου Πανεπιστημίου: «Ο φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε σημαντικά το 2010 και μάλιστα κατέληξε υψηλότερος του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, αντιστρέφοντας την εικόνα που ίσχυε μέχρι τότε. Η αύξηση του φορολογικού συντελεστή το 2010 αύξησε τα φορολογικά έσοδα από την ενέργεια, αλλά και το μερίδιό τους στα συνολικά φορολογικά έσοδα. Μέχρι στιγμής και με βάση τους στόχους για τη δημοσιονομική προσαρμογή και τα δημοσιονομικά έσοδα, δεν σχεδιάζεται μεταβολή των φορολογικών συντελεστών στην ενέργεια», περιγράφει η μελέτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από φόρους ενέργειας το 2005 ήταν στα περίπου 2,5 δισ. ευρώ και τώρα κινούνται κοντά 5,5 δισ. ευρώ.
Ο έμμεσος φορολογικός συντελεστής δε, για την ενέργεια στην Ελλάδα είναι λίγο κάτω από τα 350 ευρώ ανά τόνο ισοδύναμου πετρελαίου όταν στην Ε.Ε. είναι λίγο κάτω από τα 250 ευρώ.

Του Θανάση Παπαδή

Τελευταίες ειδήσεις