Η μέση έκταση της τρύπας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική φέτος ήταν η δεύτερη μικρότερη κατά την τελευταία 20ετία, σύμφωνα με τα τελευταία δορυφορικά στοιχεία της NASA και της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (ΝΟΑΑ) των ΗΠΑ.
Οι επιστήμονες αποδίδουν αυτή την θετική εξέλιξη στις υψηλότερες θερμοκρασίες που επικρατούν στο κατώτερο στρώμα της στρατόσφαιρας πάνω από την Ανταρκτική.
Η τρύπα του όζοντος έφθασε το 2012 στο μέγιστο μέγεθός της στις 22 Σεπτεμβρίου, όταν κάλυπτε μια έκταση 21,2 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλαδή όσο οι ΗΠΑ, το Μεξικό και ο Καναδάς μαζί.
Το μέγεθός της αυξομειώνεται κάθε χρόνο και το μέσο μέγεθός της φέτος διαμορφώθηκε στα 17,9 εκατ. τετρ. χλμ.
Το ρεκόρ μεγέθους της τρύπας είχε καταγραφεί στις 6 Σεπτεμβρίου 2000, όταν η έκτασή της είχε μετρηθεί στα 29,9 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα.
Η τρύπα του όζοντος προκαλείται κυρίως από ενώσεις του χλωρίου που περιέχονται στις ανθρωπογενείς χημικές ουσίες (χλωροφθοράνθρακες), τα επίπεδα των οποίων παραμένουν ακόμα – 25 χρόνια μετά τον έλεγχό τους με το διεθνές Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ- σε σημαντικά επίπεδα στη στρατόσφαιρα της Ανταρκτικής, σύμφωνα με τον φυσικό της ατμόσφαιρας Πολ Νιούμαν του Κέντρου Διαστημικών Πτήσεων Goddard της NASA.
Το στρώμα του όζοντος λειτουργεί ως φυσική ασπίδα κατά της επικίνδυνης υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας, η οποία μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του δέρματος.
Η τρύπα ανακαλύφθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’70 κι άρχισε να γίνεται κάθε χρόνο αντιληπτή στη δεκαετία του ’80.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της NASA, το στρώμα του όζοντος, που φαίνεται να έπαψε να μειώνεται στις αρχές του 2000, αλλά έκτοτε εμφανίζει σημαντική μεταβλητότητα, δεν αναμένεται να επιστρέψει στα επίπεδα των αρχών του ΄80 πριν από το έτος 2065 περίπου.
Χάρη στη διεθνή συμφωνία του Μόντρεαλ που απαγόρευσε μια σειρά από χημικά που καταστρέφουν το όζον, η συνολική ποσότητα του ατμοσφαιρικού όζοντος δεν μειώνεται πια, καθώς οι «ένοχες» ουσίες έπαψαν να αυξάνονται στην ατμόσφαιρα.
Όμως η αργή αποκατάσταση του προβλήματος οφείλεται στο ότι οι χημικές ουσίες που καταστρέφουν το όζον, παραμένουν επί δεκαετίες στην ατμόσφαιρα μετά την έκλυσή τους (η οποία άρχισε στις αρχές του 20ού αιώνα).
Οι κλιματικές συνθήκες γενικότερα και οι μεταβολές της θερμοκρασίας ειδικότερα επηρεάζουν σημαντικά το μέγεθος της τρύπας του όζοντος.
Έτη με πολύ κρύους χειμώνες στην Ανταρκτική και ισχυρούς πολικούς ανέμους συνήθως ευνοούν την μεγέθυνση της τρύπας, ενώ το αντίθετο συμβαίνει, όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει, κάτι που παρατηρήθηκε και φέτος.