Το γεωλογικό υπόβαθρο της Ελλάδας φαίνεται ότι «κρύβει» πληθώρα κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Μπορεί η δυτική Ελλάδα και η Κρήτη να είναι οι πολλά υποσχόμενες περιοχές, ωστόσο ενδείξεις για υδρογονάνθρακες υπάρχουν, επίσης, στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, την Ακαρνανία, τα Γρεβενά, το Θερμαϊκό κόλπο, τη Θράκη και το βόρειο Αιγαίο.
Τα παραπάνω υπογραμμίζει ο ακαδημαϊκός και πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών, Λουκάς Χριστοφόρου, ο οποίος θα δώσει σχετική διάλεξη απόψε στην Ακαδημία Αθηνών.
«Είναι άκρως αναγκαία η προώθηση της έρευνας των υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, προκειμένου να αποκτήσουμε το ταχύτερο σαφή εικόνα για την ύπαρξή τους σε κάθε περιοχή του ελληνικού χώρου», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χριστοφόρου.
Οι πολλά υποσχόμενες περιοχές, όπου θα γίνουν και οι πρώτες έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων, είναι η Δυτική Ελλάδα (Ιόνιο, Ιωάννινα και Κατάκολο), καθώς και η περιοχή νότια της Κρήτης, όπου φαίνεται ότι οι ποσότητες είναι τεράστιες.
Φαίνεται, όμως, ότι δεν είναι οι μόνες.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας επισημαίνει ότι «υπάρχουν ενδείξεις ότι το γεωλογικό υπόβαθρο για τη γέννηση, τη «μετανάστευση», την παγίδευση και την αποθήκευση των υδρογονανθράκων είναι κατάλληλο και σε άλλες τοποθεσίες, όπως η βορειοδυτική Πελοπόννησος, η Ακαρνανία, ο Μεσσηνιακός κόλπος, το βόρειο Αιγαίο, τα Γρεβενά, ο Θερμαϊκός κόλπος και η Θράκη. Μόνο, όμως οι κατάλληλες έρευνες θα δείξουν την έκταση των κοιτασμάτων».
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών υπογραμμίζει ότι οι ελληνικοί υδρογονάνθρακες μαζί με την εξοικονόμηση ενέργειας και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν ενεργειακούς πόρους σημαντικούς για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, γι’ αυτό και πρέπει να καταστούν βιώσιμοι.
«Ένας πολιτισμός για να είναι βιώσιμος χρειάζεται βιώσιμη ανάπτυξη και άρα βιώσιμες πηγές ενέργειας, που θα είναι οικονομικά προσιτές, συμβατές με το περιβάλλον και θα παρέχονται στην κοινωνία σε βάθος χρόνου», διευκρινίζει.
Στην Ελλάδα η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κυριαρχείται από τη χρήση του λιγνίτη, ενός ορυκτού καυσίμου που μπορεί να εξαντληθεί στα επόμενα 50-60 χρόνια εάν συνεχιστεί ο ίδιος ρυθμός χρήσης.
Την ίδια ώρα η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (υδροηλεκτρική, αιολική, ηλιακή και φωτοβολταϊκά) είναι ιδιαίτερα περιορισμένη.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 2009 η αιολική ενέργεια αποτελούσε μόλις το 3% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αν και ο στόχος ήταν το ποσοστό να κυμανθεί στο 10%.
Επίσης, μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει ανάπτυξη των ηλιοθερμικών συγκεντρωτικών τεχνολογιών, δηλαδή μεγάλων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν κάτοπτρα, τα οποία στρέφονται προς τον ήλιο και παίρνουν ηλιακή ακτινοβολία, την οποία μετατρέπουν στη συνέχεια σε θερμική ενέργεια. Στα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας αυτής, που χρησιμοποιείται ευρέως τα τελευταία 30 χρόνια στην Αμερική και έχει αναπτυχθεί και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, είναι η παραγωγή μεγάλης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας και η αποθήκευση για χρήση όποτε χρειαστεί.
Μόλις πρόσφατα η ΡΑΕ αδειοδότησε έργα μικρού μεγέθους σε όλη τη χώρα με τη χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι ελληνικοί υδρογονάνθρακες, σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση ενέργειας που και αυτή είναι χαμηλή στην Ελλάδα, αποτελούν, κατά τον κ. Χριστοφόρου, σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη της ποιότητας ζωής του πολίτη.
Η διάλεξη του ακαδημαϊκού, Λουκά Χριστοφόρου, με θέμα «Ελληνικοί ενεργειακοί πόροι» θα πραγματοποιηθεί σήμερα, στις 7 μ.μ., στην Ακαδημία Αθηνών.