Οι υδάτινοι πόροι στη Βόρεια Ελλάδα κινδυνεύουν, όπως προκύπτει από τις εργασίες τελειόφοιτων των Τμημάτων Βιολογίας, Γεωλογίας και Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, οι οποίες παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Οικολογική ποιότητα και διαχείριση υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής».
Οι μελέτες είχαν ως στόχο κατά κύριο λόγο την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας και της διαχείρισης των υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής, σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική οδηγία, που υποχρεώνει τα κράτη-μέλη της ΕΕ να εκπονούν μελέτες παρακολούθησης της ποιότητας των νερών στηριζόμενες σε βιολογικά, φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά στοιχεία.
«Οι μελέτες αυτές ενέχουν ιδιαίτερα σημαντική προστιθέμενη αξία, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις εκπονούνται για πρώτη φορά ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων συνιστούν σημεία αναφοράς για στρατηγικές ανάπτυξης στη Βόρεια Ελλάδα εφόσον προσεγγίζουν ζητήματα ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων της χώρας», αναφέρουν οι επιστήμονες.
Η εφαρμογή της οδηγίας 2000/60 (οι διαδικασίες ξεκίνησαν το 2006) έχει καθυστερήσει δραματικά, όπως παραδέχονται και οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες.
Η οδηγία προβλέπει την καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης σε όλες τις λεκάνες απορροής ποταμών και στις λίμνες, την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης για κάθε υδροφορέα και μέχρι το 2015 δράσεις βάσει των σχεδίων για τη βελτίωση της ποιότητας των υδάτων.
Πού είμαστε σήμερα;
Στην κεντρική Μακεδονία έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση εφαρμογής της οδηγίας σε Στρυμόνα και Νέστο, ενώ το υπουργείο Περιβάλλοντος έδωσε σε διαβούλευση τα διαχειριστικά σχέδια. Κι όλα αυτά τρία χρόνια πριν από την προθεσμία του 2015 και έξι χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής της οδηγίας…
Βιστονίδα – Καστοριά
«Οι μελέτες των λεκανών απορροής των λιμνών Βιστονίδας και Καστοριάς ανέδειξαν πως ορισμένες φυσικοχημικές παράμετροι των λιμνών και των ποταμών των ευρύτερων περιοχών τους ξεπερνούσαν τα όρια της ισχύουσας νομοθεσίας για τη διαβίωση των ψαριών και για το πόσιμο νερό. Κάτι που θα πρέπει να θέσει σε συναγερμό τις αρμόδιες αρχές. Και στις δυο λεκάνες απορροής των λιμνών οι μελέτες του προσεγγιστικού υδρολογικού τους ισοζυγίου έδειξαν πως είναι πλεονασματικό και με σωστή διαχείριση δε θα υπάρχει έλλειψη σε καμία περιοχή», επισημαίνουν οι μελετητές. Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές καταδεικνύουν ότι η ποιότητα του νερού της λίμνης Καστοριάς βάσει του φυτοπλαγκτού κρίθηκε ως ελλιπής. Ο δήμος των Αγ. Αναργύρων της Καστοριάς εμφάνισε τις υψηλότερες τιμές ρυπαντικών φορτίων, ενώ η πιο επιβαρυμένη υπολεκάνη ήταν αυτή του Ξηροποτάμου και σημαντικά τροποποιημένος υδρομορφολογικά βρέθηκε ο ποταμός Τοιχιός.
Στη λεκάνη απορροής της Βιστονίδας ο ποταμός Τράβος παρουσίασε επίσης ελλιπή ποιότητα ενώ οι άλλοι γειτνιάζοντες ποταμοί μέτρια. Επισημαίνεται δε ότι «το 70% και 75% των σταθμών των λεκανών απορροής είχαν μέτρια και ελλιπή ποιότητα υδάτων».
Οι φοιτητές πραγματοποίησαν και ανάλυση ρίσκου επικινδυνότητας μη επίτευξης των στόχων που θέτει η ευρωπαϊκή οδηγία για την ποιότητα των υδάτων μέχρι το 2015.
Αυτή έδειξε ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούν τις κύριες πιέσεις που δέχονται και οι δύο λεκάνες απορροής. Το ρίσκο βρέθηκε, και στις δυο λεκάνες απορροής, μέτριο εξαιτίας των πηγών ρύπανσης και προτείνεται διερευνητική παρακολούθηση.
Σαμοθράκη
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφάνισαν τα αποτελέσματα των μελετών στα ποτάμια συστήματα της Σαμοθράκης που μελετήθηκαν για πρώτη φορά.
«Τα ψάρια απουσίαζαν και από τα τρία ποτάμια πιθανόν λόγω της παρουσίας ακραίων καιρικών φαινομένων σε συνδυασμό με τις μεγάλες κλίσεις», τονίζεται. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, διαπιστώθηκε μέτρια οικολογική ποιότητα των υδάτων των ποταμών Ξηροποτάμου και Τσιβδογιάννη, ενώ αντίθετα η ποιότητα του Φονιά ήταν καλή. Οι μορφολογικές αλλοιώσεις του Τσιβδογιάννη ήταν εμφανείς. Η ανάλυση ρίσκου – επικινδυνότητας ανέδειξε την κτηνοτροφία (κυρίως εξαιτίας των αιγοπροβάτων) ως τη μεγαλύτερη πίεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νησί σήμερα βρίσκονται σε ελεύθερη βοσκή περίπου 80.000 αιγοπρόβατα ενώ η φέρουσα ικανότητα βόσκησης του νησιού δεν ξεπερνά τα 11.000. Το ρίσκο βρέθηκε μέτριο με βάση τις πιέσεις ρύπανσης στις περιοχές των ποταμών Ξηροποτάμου και Τσιβδογιάννη και απαιτείται μακροχρόνιο πρόγραμμα μέτρων και μέτρα επιχειρησιακής παρακολούθησης αντίστοιχα. Αντίθετα, το ρίσκο τους βάσει των μορφολογικών αλλοιώσεων ήταν μέτριο και υψηλό και χρειάζεται εφαρμογή μακροχρόνιου προγράμματος μέτρων διαχείρισης και συμπληρωματική ανάλυση ρίσκου επικινδυνότητας αντίστοιχα.
Χαβρίας
Αντίστοιχη έρευνα στον ποταμό Χαβρία της Χαλκιδικής έδειξε τη μέτρια οικολογική ποιότητα των νερών του αλλά και την εμφανή τροποποίηση του συστήματός του. «Η χρήση γης για την αγροτική ανάπτυξη της περιοχής κρίνεται υπεύθυνη για τις υψηλές τιμές ρυπαντικών φορτίων στα νερά της λεκάνης απορροής του ποταμού. Προτείνεται άμεση εφαρμογή προγράμματος μέτρων για τις μορφολογικές αλλοιώσεις και μακροχρόνιο πρόγραμμα μέτρων για τη διαχείριση της ευρύτερης περιοχής λόγω πιέσεων από πηγές ρύπανσης, η οποία την τελευταία δεκαπενταετία παρουσιάζει αύξηση λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης», υπογραμμίζουν οι ερευνητές.
Βεγορίτιδα
Στη λίμνη Βεγορίτιδα διαπιστώθηκε πως η ποιότητα και η τροφοδοσία του νερού της λίμνης ήταν από τη μια μεριά μέτριας προς ελλιπούς οικολογικής ποιότητας και από την άλλη ότι το υδατικό ισοζύγιο ήταν ελλειμματικό.
Μυγδονία
Η τρωτότητα των υπόγειων υδάτων στη ρύπανση του προσχωματικού υδροφορέα της Μυγδονίας λεκάνης απορροής (στο 40% της έκτασής του) χαρακτηρίζεται από υψηλή έως πολύ υψηλή στις περιοχές περιμετρικά των λιμνών Κορώνειας και Βόλβης, ενώ κρίνεται ως χαμηλή στο νοτιοανατολικό τμήμα της περιοχής. Σημειώνεται μάλιστα πως η διαφοροποίηση της σύστασης του νερού της Κορώνειας αποδίδεται στην έντονη εξάτμιση.
Ιερισσός
Στον κόλπο της Ιερισσού στη Χαλκιδική η παράκτια ιζηματομεταφορά εκρέει κυρίως διά του ποταμού Κοκκινόλακκα. Οι αποθέσεις ρυπογόνων ιζημάτων λόγω της φυσικής απορροής και των εργασιών εξόρυξης των μεταλλευμάτων συσσωρεύονται στο νότιο τμήμα του κόλπου ενώ οι χείμαρροι Καρβουνόσκαλα, Αργυρώ και Πόρτο επηρεάζουν τον κόλπο προς την πλευρά του Στρατωνίου.
Κερκίνη
Πραγματοποιήθηκε επίσης μελέτη του γεωθερμικού πεδίου της ευρύτερης περιοχής της λίμνης Κερκίνης και προτάθηκαν σχέδια που αφορούν τις πιθανές χρήσεις των γεωθερμικών ρευστών χαμηλής ενθαλπίας.
Θερμαϊκός
Στο πλαίσιο μελέτης του Θερμαϊκού κόλπου διερευνήθηκε η εφαρμογή δεικτών (ελληνικών και διεθνών δεικτών) για την εκτίμηση της ποιότητάς του από όπου και προέκυψε ότι το εσωτερικό και νοτιοδυτικό τμήμα εμφάνισε χειρότερη οικολογική ποιότητα. Διερευνήθηκε, επίσης, η καταλληλότητα της χρήσης των τρηματοφόρων (μονοκύτταροι οργανισμοί) ως δείκτη ποιότητας παράκτιων υδάτων στον κόλπο του Θερμαϊκού και διαπιστώθηκε ότι τα τρηματοφόρα θα μπορούσαν με περαιτέρω έρευνα να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτων. Πάντως, ειδικά σε ό,τι αφορά το Θερμαϊκό, υπάρχει ήδη εγκατεστημένο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τυχόν ρυπαντικά φορτία, ενώ υπάρχει και δίκτυο μετρητικών σταθμών, που δίνει αποτελέσματα για τις φυσικοχημικές παραμέτρους, λειτουργώντας σαν καμπανάκι για τις αρχές.
Υπεύθυνες σύνταξης των μελετών είναι η περιβαλλοντολόγος Αναστασία Λάμπρου και η μηχανικός περιβάλλοντος Μάρεν Μυρτώ Μπρόντερζεν, ενώ την ερευνητική ομάδα αποτελούν οι: Αντώνιος Βάλτσης, Δέσποινα Κωστινάκη, Διονύσης Λατινόπουλος, Αικατερίνη Μπασδέκη, Βαλεντίνη Ναυροζίδου, Χρυσούλα Ντισλίδου, Γεώργιος Οικονομίδης, Χρυσούλα Παπαχαραλάμπου, Ευαγγελία Σιμελιάδου, Παρασκευή Χατζή, Αλεξάνδρα Χατζή Αναστασίου και Αικατερίνη – Αλεξάνδρα Χρυσάφη.