Ο Τζόρτζιο Αμπροζόλι, ο οποίος γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1933 στο Μιλάνο, είχε αναλάβει τη δύσκολη αποστολή να διαλευκάνει, ως εκκαθαριστής της, το σκάνδαλο της χρεωκοπίας της Banca Privata Italiana του διαβόητου «τραπεζίτη της Μαφίας», Μικέλε Σιντόνα, και κατ’ επέκταση να αναλύσει τους περίπλοκους δεσμούς που είχαν διαμορφωθεί ανάμεσα στον χρηματοοικονομικό τομέα, την πολιτική, το οργανωμένο έγκλημα στη Σικελία και τη μασονία.
Ο Αμπροζόλι, αναλαμβάνοντας τον νέο ρόλο του τον Σεπτέμβριο του 1974, παρέλαβε μία καθόλου καθησυχαστική αναφορά από τον κεντρικό διευθυντή της Banca di Roma για τις πολυποίκιλες επιχειρήσεις της Banca Privata Italiana και από την οποία αποδεικνυόταν η μεγάλη επέκταση του δικτύου του τραπεζίτη.
Από τη θέση του, ο Μιλανέζος νομικός κατορθώνει να αναδιαγράψει την πορεία αυτών των επιχειρήσεων, μέσω των δραστηριοτήτων της εταιρείας Fasco. Της επιχείρησης-βιτρίνα που αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ των νομότυπων και των παράνομων δραστηριοτήτων τού ομίλου Σιντόνα. Αντιλαμβάνεται αμέσως τις πολλές παρατυπίες, που βρίσκουν καταφύγιο στους προϋπολογισμούς της τράπεζας προς εκκαθάριση.
Από την πρώτη στιγμή, ο Αμπροζόλι δέχεται προτάσεις χρηματισμού και πιέσεις για να επικυρώσει έγγραφα που αποδεικνύουν την «καλοπιστία» και φερεγγυότητα του Σιντόνα, προκειμένου να αποφευχθεί μία δίωξή του, είτε αστική είτε ποινική. Παρόλο που είχε συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχε, ο Αμπροζόλι δεν υποχώρησε: Σε μία συνταρακτική επιστολή προς τη σύζυγό του, τον Φεβρουάριο του 1975, της ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να καταθέσει τον φάκελο για την χρεωκοπία της Banca Privata Italiana, παρά τις όποιες συνέπειες. «Αυτό το αξίωμα έχει ακριβό τίμημα. Το γνώριζα ήδη πριν το αναλάβω, συνεπώς δεν παραπονιέμαι γιατί για εμένα ήταν μία μοναδική ευκαιρία για να κάνω κάτι για τη χώρα», τονίζει ο Αμπροζόλι στην επιστολή του, υπογραμμίζοντας πως από αυτήν την υπόθεση δημιούργησε μόνο εχθρούς, που θα κάνουν τα πάντα για να τον εξοντώσουν.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών του, ο θαρραλέος δικηγόρος αποκαλύπτει τις ευθύνες του Σιντόνα στη χρεωκοπία και της Franklin National Bank, της αμερικανικής τράπεζας που η υπόθεσή της έχει κινητοποιήσει και τις υπηρεσίες του FBI, όχι μόνον τις ιταλικές.
Μέσα στο επόμενο διάστημα ο Αμπροζόλι δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την προσπάθεια διαφθοράς του, αλλά και ξεκάθαρες απειλές για τη ζωή του. Όμως ούτε και τότε τρομοκρατείται. Έχοντας την πολιτική στήριξη των Ούγκο Λα Μάλφα (επικεφαλής του Ιταλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος) και Σίλβιο Νοβέμπρε (αξιωματικού της Οικονομικής Αστυνομίας), παρ’ όλο που το ιταλικό κράτος δεν δέχεται να του παραχωρήσει φρουρά για προστασία, ο Αμπροζόλι αποφασίζει να καταθέσει την απόφαση για χρεωκοπία και να ζητήσει δίωξη του Σιντόνα.
Παράλληλα με τις απειλές που δέχεται για το σκάνδαλο Σιντόνα, ο Αμπροζόλι βρίσκεται και στο επίκεντρο της εκστρατείας τρομοκράτησης μαρτύρων στην υπόθεση χρεωκοπίας της τράπεζας του Βατικανού, Banco Ambrosiano, για να αποσύρει την κατάθεσή του στις αμερικανικές δικαστικές Αρχές, που ερευνούσαν τις παράνομες δραστηριότητες του διοικητή της Ρομπέρτο Κάλβι. Ο Κάλβι -γνωστός ως «Τραπεζίτης του Θεού» και μέλος της μασονικής στοάς Ρ2-ενεχόταν στις μυστικές χρηματοδοτήσεις για λογαριασμό της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο πολωνικό συνδικάτο «Αλληλεγγύη» και στον πόλεμο των Κόντρας κατά της κυβέρνησης στη Νικαράγουα. Το 1997, στη διάρκεια της δίκης του πρώην πρωθυπουργού Τζούλιο Αντρεότι για τις σχέσεις του με τη μαφία, αποκαλύφθηκε πως ο φυσικός αυτουργός των απειλητικών τηλεφωνημάτων στον Αμπροζόλι ήταν ο μασόνος Τζάκομο Βιτάλε, κουνιάδος του αφεντικού της μαφίας Στέφανο Μποντάτε.
Παρά το απειλητικό κλίμα εναντίον του, ο Αμπροζόλι εξακολουθεί τις έρευνες, οι οποίες έμελλαν να του στοιχίσουν ακριβά. Το απόγευμα της 11ης Ιουλίου 1979, ενώ επιστρέφει στην κατοικία του έπειτα από μία συνάντηση με φίλους, ένας άγνωστος πλησιάζει τον Μιλανέζο δικηγόρο έξω από το σπίτι του. Είναι ο Αμερικανός εγκληματίας Ουΐλιαμ Τζόζεφ Αρικό (τον οποίον πλήρωσε με 115.000 δολάρια ο Σιντόνα), και αφού του ζήτησε συγγνώμη τον πυροβόλησε τέσσερις φορές με ένα Μάγκνουμ 357.
Στην κηδεία του Αμπροζόλι δεν θα παραβρεθεί κανένα δημόσιο πρόσωπο, εκτός από κάποιοα στελέχη της Τράπεζας της Ιταλίας. Είκοσι χρόνια αργότερα, το ιταλικό κράτος θα εξιλεωθεί, απονέμοντάς του μετά θάνατον το Χρυσό Μετάλλιο Κοινωνικής Αξίας ως «έξοχου παραδείγματος του υψηλού αισθήματος καθήκοντος και της απολύτου ηθικής ακεραιότητας, που έφθασαν ως την έσχατη αυτοθυσία».
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, πλήθος είναι οι δημόσιοι χώροι που έχουν πάρει το όνομά του, μεταξύ αυτών πολλά σχολικά συγκροτήματα και βιβλιοθήκες. Το 2014 η κρατική τηλεόραση Rai Uno μετέδωσε μία τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Οτιδήποτε και να συμβεί. Τζόρτζιο Αμπροζόλι, η αληθινή ιστορία». Έστω και καθυστερημένα, η Ιταλία αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Αμπροζόλι έναν σύγχρονο ήρωα και μάλιστα του καλύτερου είδους, εκείνου που όχι μόνο υπηρετεί τα συμφέροντα, τις αρχές και τους θεσμούς του κράτους, αλλά πρωτίστως αυτού που θυσιάζεται για το ιδανικό της αλήθειας και της τιμιότητας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (από Corriere della Sera, biografieonline.it, huffingtonpost.it)