«Το Βερολίνο θα ζήσει και το Τείχος θα πέσει!». Με αυτά τα λόγια, στις 10 Νοεμβρίου του 1989, ο Χέλμουτ Σμιτ κήρυσσε ουσιαστικά τη γερμανική επανένωση. Την προηγούμενη νύχτα, το Τείχος του Βερολίνου είχε ανοίξει για πρώτη φορά από την ανέγερσή του, το 1961. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί περνούσαν στην άλλη πλευρά, για να ενωθούν με συγγενείς, φίλους, ακόμη και με αγνώστους και να γιορτάσουν την αρχή της ελευθερίας τους.
Εκείνη τη μέρα, ουδείς γνώριζε ακόμη εάν και πότε η Γερμανία επρόκειτο να επανενωθεί. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε ανακοινώσει τις πρώτες ελεύθερες εκλογές. Η Ουάσιγκτον και η Μόσχα είχαν σπεύσει να χαιρετίσουν τις εξελίξεις, οι οποίες, όπως είχαν ξεπεράσει τις μυστικές τους υπηρεσίες, επρόκειτο σύντομα να ξεπεράσουν και τη ζωηρότερη φαντασία. Πολύ σύντομα, το καθεστώς στην Ανατολική Γερμανία θα κατέρρεε και θα ξεκινούσε μια μακρά, ιστορική, αλλά και επώδυνη πορεία – για μια χώρα και έναν λαό, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Είκοσι τρία χρόνια αργότερα και περίπου 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ, οι «ραφές» της ένωσης είναι ακόμη ορατές. Η Γερμανία μπορεί να είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και μια από τις πέντε ισχυρότερες του πλανήτη, μπορεί να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη και να επιβάλλει την πολιτική της, αλλά υπάρχουν πολλοί που θα επιχειρηματολογήσουν ότι η επανένωση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Τα κρατίδια των ανατολικών περιοχών δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν τον ρυθμό ανάπτυξης των δυτικών, η ανεργία καλπάζει και οι διαφορές παραμένουν. Η έρευνα που διεξήχθη το 2010 με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την επανένωση, κατέδειξε ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της πρώην ανατολικής Γερμανίας έφθανε μόλις το 71% των αδελφών της Δύσης, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης των ανατολικών περιοχών ήταν περίπου ο μισός αυτού των δυτικών. Οι δε μισθοί των πρώην Ανατολικογερμανών έφθαναν μόνο στο 83% των Δυτικογερμανών, ενώ η ανεργία παραμένει ακόμη και σήμερα σχεδόν διπλάσια από ό,τι στη Δύση. Επιπλέον, το 2008, το εισόδημα ενός ανατολικογερμανικού νοικοκυριού έφθανε μόλις στο 53% αυτού στην δυτική Γερμανία.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι τα χρήματα που διατέθηκαν για την επανένωση επενδύθηκαν εσφαλμένα. Κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι, γέφυρες, τούνελ, εκσυγχρονίστηκαν τηλεπικοινωνιακά και συγκοινωνιακά δίκτυα, αλλά και πάλι τα περισσότερα χρήματα διατέθηκαν σε προνοιακά επιδόματα και όχι σε ανάπτυξη. Σύμφωνα με το «Σύμφωνο Αλληλεγγύης 2», τουλάχιστον 156,5 δισεκατομμύρια ευρώ πρέπει να διατεθούν στα έξι ανατολικά κρατίδια κατά το διάστημα 2005-2019. Το σχέδιο εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις, ιδιαίτερα από εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης που διεκδικούν μερίδιο της βοήθειας.
Σήμερα η Γερμανία έχει Πρόεδρο και Καγκελάριο που προέρχονται από την πρώην ανατολική περιοχή. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η ισότητα έχει αποκατασταθεί. Κι όμως. Πριν από δύο χρόνια, δημοσκόπηση έδειχνε ότι μόλις το 27% των πρώην Ανατολικογερμανών αισθάνεται ως ένας λαός με τους δυτικούς. Τα ποσοστά στους τελευταίους είναι υψηλότερα, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν ξεπερνούν το 50%. Στις νεότερες ηλικίες η κατάσταση είναι πολύ πιο αισιόδοξη, ωστόσο οι νέοι εξακολουθούν να μετακινούνται προς τα δυτικά κρατίδια, σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών απασχόλησης και υψηλότερων αμοιβών. Ακόμη, σύμφωνα με έρευνα της Bild, ένας στους πέντε δυτικούς δεν έχει επισκεφθεί ποτέ τις ανατολικές περιοχές, ενώ, αντίστοιχα, ένας στους δέκα ανατολικούς δεν έχει ταξιδέψει δυτικά. Στην ίδια έρευνα, τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δήλωσαν αδιάφοροι για την ανατολική καταγωγή του Γιοάχιμ Γκάουκ και της Άνγκελας Μέρκελ, ενώ το 42% των πρώην Ανατολικογερμανών δήλωσε ότι αισθάνεται ακόμη ως πολίτης «β’ κατηγορίας».
Και η ίδια η κυρία Μέρκελ πάντως, μπορεί να «διαφημίζει» τα δύσκολα χρόνια που έζησε στο ανατολικό Βερολίνο, με το όνειρο, όπως λέει, της ενωμένης Γερμανίας και της ενωμένης Ευρώπης, αλλά ουδείς από τους 14 υπουργούς της προέρχεται από …τα μέρη της. Αντίστοιχα, ουδεμία από τις 30 εταιρείες που αποτελούν τον δείκτη DAX στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης διοικείται από Ανατολικογερμανό, όπως και ουδεμία από τις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες. Κατά την προσφιλή λοιπόν έκφραση της κυρίας Μέρκελ όταν μιλάει για την Ελλάδα και τους υπόλοιπους υπερχρεωμένους, «μένει ακόμη πολύς δρόμος»…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ