Η ΕΕ εκτιμά ότι περίπου 3.000 Ευρωπαίοι ενδέχεται να έχουν πολεμήσει στη Συρία και το Ιράκ στο πλευρό των τζιχαντιστών.
«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν εκπαιδευτεί στη χρήση εκρηκτικών και όπλων, έχουν υποστεί ιδεολογική κατήχηση (…) και, κατά μία έννοια, το πιο προβληματικό είναι ότι έχει αυξηθεί σημαντικά το επίπεδο ανοχής τους στη βία», δήλωσε ο συντονιστής της ΕΕ για την αντιτρομοκρατία Ζιλ ντε Κερσόβ.
«Δεν θέλουμε (…) η τρομοκρατία να εξαχθεί από την Ευρώπη και σίγουρα δεν επιθυμούμε εκπαιδευμένοι μαχητές να επιστρέφουν στην Ευρώπη και τη Γερμανία και πιθανώς να σχεδιάζουν επιθέσεις εκεί», είπε ο ντε Μεζιέρ λίγο πριν την έναρξη της συνόδου.
«Πρέπει να διασφαλίσουμε (…) ότι κάθε αξιωματούχος στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ γνωρίζει αν ο άνθρωπος που αναχωρεί είναι ξένος μαχητής», πρόσθεσε. «Αυτό ενδέχεται να απαιτήσει να γίνουν κάποιες αλλαγές στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν», σημείωσε ο ντε Μεζιέρ.
Η Γιοχάνα Μικλ-Λάιτνερ, η αυστριακή ομόλογός του, χαρακτήρισε τους ξένους μαχητές «ωρολογιακή βόμβα».
«Απλώς χρειαζόμαστε πιο εκτεταμένους ελέγχους διαβατηρίων για τους πολίτες της ΕΕ», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι οι υπάρχοντες έλεγχοι στα σύνορα δεν είναι επαρκείς.
Στη ζώνη Σένγκεν ανήκουν 22 από τις 28 χώρες μέλη της ΕΕ και ακόμη 4 που δεν είναι μέλη της Ένωσης. Σε αυτή την περιοχή οι πολίτες μπορούν να ταξιδεύουν ελευθέρα, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την καταγραφή των κινήσεών τους.
Ο ντε Κερσόβ επεσήμανε επίσης ότι οι υπουργοί Εσωτερικών της ΕΕ θα πρέπει επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν μια ευρωπαϊκή βάση με τις πληροφορίες των επιβατών των αεροπορικών εταιρειών.
Η ΕΕ προσπαθεί επίσης να αποτρέψει τη ριζοσπαστικοποίηση πολιτών της μέσω του διαδικτύου. Χθες Τετάρτη εκπρόσωποι των εταιρειών Google, Facebook, Twitter και Microsoft συμμετείχαν σε ένα άτυπο δείπνο με τους υπουργούς Εσωτερικών.
Ο ιταλός υπουργός Εσωτερικών Αντζελίνο Αλφάνο είπε ότι οι εταιρείες αυτές έδειξαν «μεγάλη προθυμία» να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της απειλής.
Από την πλευρά της η ευρωπαία επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Σεσίλια Μάλμστρεμ σημείωσε ότι «υπήρξε από την πλευρά τους μεγάλη επιθυμία για συνεργασία, με το να μην δείχνουν βίντεο με αποκεφαλισμούς, για παράδειγμα».