Η NASA σχεδιάζει το επόμενο διαστημικό σκάφος, την αποστολή Interstellar Probe, που θα ταξιδέψει πολύ βαθύτερα στο διαστρικό διάστημα με την ελπίδα να αποκομίσουν περισσότερες πληροφορίες για την ηλιόσφαιρα και την εξέλιξή της.
Όταν τα -ηλικίας τεσσάρων δεκαετιών- αμερικανικά διαστημικά σκάφη Voyager 1 και 2 εισήλθαν για πρώτη φορά το 2012 και 2018, αντίστοιχα, στον διαστρικό (ή μεσοαστρικό) χώρο, δηλαδή στο διάστημα ανάμεσα στα άστρα, οι επιστήμονες -δικαιολογημένα- πανηγύρισαν.
Τα δύο δίδυμα χαλκέντερα σκάφη είχαν ταξιδέψει 120 φορές την απόσταση Γης-Ήλιου φθάνοντας στο σύνορο της ηλιόσφαιρας, της «φυσαλίδας» που περιβάλλει το ηλιακό σύστημά μας και προσδιορίζει έως πού φθάνει ο ηλιακός «άνεμος».
Τα Voyager ανακάλυψαν αυτό το όριο της «επικράτειας» του Ήλιου, αλλά άφησαν τους επιστήμονες με πολλά ερωτήματα για το πώς αλληλεπιδρά το μητρικό άστρο μας με το τοπικό διαστρικό μέσο. Τα όργανα των Voyager συνεχίζουν να στέλνουν περιορισμένα δεδομένα, που κρίνονται πια ανεπαρκή για μία σωστή επιστημονική κατανόηση του τι συμβαίνει στις εσχατιές του ηλιακού συστήματος.
Γι’ αυτό η Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία (NASA) και οι συνεργάτες της σχεδιάζουν πια το επόμενο διαστημικό σκάφος, την -μέχρι στιγμής αποκαλούμενη- αποστολή Interstellar Probe, που θα ταξιδέψει πολύ βαθύτερα στο διαστρικό διάστημα, σε απόσταση έως 1.000 αστρονομικών μονάδων (η απόσταση Γης-Ήλιου είναι μία τέτοια αστρονομική μονάδα), με την ελπίδα να αποκομίσουν περισσότερες πληροφορίες για την ηλιόσφαιρα και την εξέλιξή της.
Επικεφαλής της αποστολής είναι η Έλενα Προβορνίκοβα του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φυσικής (APL) του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, σύμφωνα με την οποία, «το Interstellar Probe θα ταξιδέψει στο άγνωστο τοπικό διαστρικό διάστημα, όπου η ανθρωπότητα δεν έχει φθάσει ποτέ πριν. Για πρώτη φορά, θα έχουμε μία εικόνα της τεράστιας ηλιόσφαιρας μας από την έξω πλευρά, ώστε να μπορέσουμε έτσι να δούμε πώς φαίνεται απ’ έξω το ηλιακό σύστημά μας».
Σε αυτήν τη φάση, περίπου 500 επιστήμονες και μηχανικοί από διάφορες χώρες μελετούν τον σχεδιασμό της αποστολής, έτσι ώστε να αντληθούν τα περισσότερα δυνατά στοιχεία στα πεδία της ηλιοφυσικής, της αστροφυσικής, της πλανητικής επιστήμης κ.ά. Ανάμεσα στα μυστήρια που ελπίζεται να απαντηθούν είναι με ποιο τρόπο το ηλιακό πλάσμα αλληλεπιδρά με τα διαστρικά αέρια για να δημιουργήσει την ηλιόσφαιρα, τι ακριβώς βρίσκεται πέρα από την ηλιόσφαιρα, πώς μοιάζει η ηλιόσφαιρα απ’ έξω, πώς ο Ήλιος αλληλεπιδρά με τον γαλαξία μας κ.ά.
Η ηλιόσφαιρα είναι σημαντική επειδή λειτουργεί ως ασπίδα που προστατεύει το ηλιακό σύστημά μας από τις υψηλής ενέργειας κοσμικές ακτίνες του γαλαξία. Καθώς ο Ήλιος ταξιδεύει (και μαζί του όλο το ηλιακό σύστημα) πέριξ του γαλαξιακού κέντρου, διασχίζει διάφορες περιοχές του διαστρικού χώρου.
Σήμερα το ηλιακό σύστημα βρίσκεται στο λεγόμενο «Τοπικό Διαστρικό Νέφος», κινούμενο σταδιακά στην έξοδό του από αυτό και κανένας δεν ξέρει τίποτα για την επόμενη διαστρική περιοχή που θα διασχίσει ο Ήλιος. Είναι άγνωστο εάν η αλλαγή τοπικού διαστρικού χώρου θα έχει ως συνέπεια να μεγαλώσει ή να μικρύνει η ηλιόσφαιρα ή εάν η γαλαξιακή κοσμική ακτινοβολία θα ενισχυθεί ή θα εξασθενήσει.
Στο τέλος του 2021 η NASA θα έχει στα χέρια της τη μελέτη των επιστημόνων για τον σχεδιασμό της αποστολής, η οποία μπορεί να εκτοξευθεί στην αρχή της δεκαετίας του 2030. Θα χρειαστεί περίπου 15 χρόνια για να φθάσει στο άκρο της ηλιόσφαιρας, αρκετά πιο γρήγορα από τα Voyager που χρειάστηκαν περίπου 35 χρόνια για να φθάσουν έως εκεί. Η αποστολή Interstellar Probe σχεδιάζεται να διαρκέσει τουλάχιστον 50 χρόνια.