«Η Ελλάδα προσήλθε στη διαπραγμάτευση για το Κυπριακό με βάση την αρχή ότι «τα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου, η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, δεν αφορά την Ελλάδα, διότι η Ελλάδα είναι μόνο εγγυήτρια δύναμη, πέρα από συναισθηματικούς και ιστορικούς δεσμούς» και «δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Κύπρου», καθώς «όποτε το επιχείρησε στο παρελθόν, το πλήρωσε ακριβά και η Κύπρος και ο κυπριακός λαός και ο ελληνισμός συνολικά», τόνισε χαρακτηριστικά.
«Κατά συνέπεια δεν είναι δουλειά της χώρας μας να αξιολογεί τη διαπραγμάτευση των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού. Και αυτό επίμονα το υποστηρίξαμε», πρόσθεσε, διεκρινίζοντας ότι ελληνική «επιδίωξη ήταν να κρατήσουμε την Τουρκία μακριά από την εσωτερική πτυχή, να αναγκάσουμε όλους να αποδεχτούν αυτό που ήθελε ο ΟΗΕ και έκανε: Ότι η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες».
Ο κ. Κοτζιάς ένανε αναφορά και στη σημασία που είχαν οι τεκμηριωμένες γραπτές και προφορικές θέσεις της ελληνικής αντιπροσωπείας αλλά και η ισχυρή και σταθερή συνεργασία με την κυπριακή πλευρά. Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης υπήρχε σύμωνη γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας, σε σημείο μάλιστα που «ακόμα και οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να τις υιοθετήσουν, ακόμα και ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποστήριξαν και για πρώτη φορά οι Τούρκοι βρέθηκαν στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μόνοι τους». «Κι αυτό το θεωρώ σημαντικό βήμα. Διότι χάρη σε αυτό το σημαντικό βήμα μπήκε, πλέον, στην ατζέντα του Κυπριακού και είναι κεκτημένο το ότι Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό, φυσιολογικό κράτος, δηλαδή χωρίς ξένα στρατεύματα και ξένες εγγυήσεις», εκτίμησε.
Ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την ικανοποίησή του «ότι αυτή η διατύπωσή μας ότι η Κύπρος πρέπει να είναι ένα κανονικό κράτος έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ», σημειώνοντας, ταυτόχρονα, ότι επ’ αυτού «δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλές ερμηνείες ή να ακούμε τους συγκεκριμένους καλοθελητές που έχουν άλλου είδους σχέσεις με κανάλια που αφορούν το Κυπριακό».
Ο κ. Κοτζιάς αναφέρθηκε εκτενώς, με λεπτομέρειες, και στην παραπλανητική συμπεριφορά του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, απέναντι στον ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, την τελευταία ημέρα της διαπραγμάτευσης, ο οποίος, όπως είπε, εκτέθηκε από την υποκρισία και τη διγλωσσία της Τουρκίας, όταν ο κ. Τσαβούσογλου αναγκάστηκε ενώπιον της επιμονής, τόσο του ίδιου, όσο και του Κύπριου Προέδρου, Νίκου Αναστασιάδη, να πει ότι «η Τουρκία δεν θέλει να πάρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο, δεν θέλει να παραιτηθεί από τα δήθεν παρεμβατικά δικαιώματά της και ότι αυτά πρέπει να διατηρηθούν επί 15 χρόνια, και μετά να γίνει μία ανασκόπηση κατά πόσο είναι ώριμα τα πράγματα για να φύγει ή όχι».
«Εμείς δεν θέλαμε να επιρρίψουμε ευθύνες σε κανέναν, πήγαμε εκεί γιατί θέλαμε να λύσουμε το πρόβλημα. Και απόδειξη είναι ότι για όλα τα ζητήματα είχαμε προετοιμάσει όλους τους εταίρους μας με τις συγκεκριμένες προτάσεις που είχαμε και με την υποστήριξη των αντίστοιχων της Κύπρου, τόνισε.
Τέλος, ο υπουργός Εξωτερικών δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι η Ελλάδα προσπάθησε στα 2,5 χρόνια των διαπραγματεύσεων να δώσει το μέγιστο αίσθημα και δυνατότητα ασφάλειας σε όλον τον κυπριακό λαό, υπερασπιζόμενη και τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ώστε να νιώσει όσο το δυνατόν περισσότερο ότι το μέλλον της είναι σε αυτό το νησί. Διότι, όπως εξήγησε, «οι Τουρκοκύπριοι ήταν αυτοί που υπέστησαν τη μπότα του τουρκικού στρατού και οι μισοί από αυτούς αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εξωτερικό». «Η δημοκρατία στην Κύπρο πρέπει να είναι δημοκρατία των κοινοτήτων αλλά και δημοκρατία των πολιτών που έχουν τα δικά τους ατομικά συμφέροντα», κατέληξε ο κ. Κοτζιάς.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ