Αυτό διερωτάται σήμερα η ιταλική εφημερίδα La Repubblica για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, σε δημοσίευμά της.
Η Repubblica αναφερόμενη στις προσπάθειες για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα σημειώνει ότι «η χρόνια αυτή υπόθεση που αφορά την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να βρει λύση, μετά από κάποιες “top secret” συναντήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πρώτα στην πλούσια συνοικία Μέιφερ, στην ελληνική πρεσβεία και στη συνέχεια, την προηγούμενη εβδομάδα, σε πεντάστερο ξενοδοχείο της περιοχής Νάιτσμπριτζ όπου, σύμφωνα με την ελληνική εφημερίδα “Tα Νέα”, συναντήθηκαν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου και πρώην Καγκελάριος του Θησαυροφυλακίου, Τζορτζ Όσμπορν».
«Οι δυο πλευρές έκαναν γνωστό ότι πρόκειται για “προκαταρκτικές συνομιλίες”, αλλά σίγουρα στην Αθήνα δεν είχε φυσήξει ποτέ τέτοιος άνεμος αισιοδοξίας, σε ό,τι αφορά τα Μάρμαρα που πήρε μαζί του παράνομα και μετέφερε στο Λονδίνο ο λόρδος Έλγιν, ο τότε Βρετανός πρέσβης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος είχε χρεοκοπήσει και υπέφερε από σύφιλη», γράφει η La Repubblica.
Με αναφορά, δε στην ιστορία του «ακρωτηριασμού» του Παρθενώνα, προσθέτει: «Ο Έλγιν αφαίρεσε, 75 μέτρα γλυπτών, και με βίαιο τρόπο, σε σύνολο 160 μέτρων του εκτεταμένου και πολυτιμότατου διαζώματος του πέμπτου αιώνα π.Χ., με το οποίο ο Έλγιν ήθελε να διακοσμήσει τη βίλα του στην Σκωτία. Στο τέλος, τα “Ελγίνεια” αγοράστηκαν από το Βρετανικό Μουσείο και τώρα είμαστε εδώ, μετά από αιώνες, και αναφερόμαστε σε αυτή την ατέλειωτη διένεξη».
Σύμφωνα με την εφημερίδα της Ρώμης, «υπάρχουν ορισμένα μηνύματα που δείχνουν ότι, στο άμεσο μέλλον, κάτι μπορεί να αλλάξει». Τονίζεται ότι πραγματοποιήθηκαν μυστικές συνομιλίες στο Λονδίνο και ότι «σύμφωνα με τις ελληνικές Αρχές, η δυνατότητα να επιστρέψουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, κάποια στιγμή στην Αθήνα, δεν είναι μόνον συναρπαστική, αλλά ουσιαστική».
‘Όπως τονίζει η La Repubblica πριν λίγες ημέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στο London School of Economics, είπε ότι «επιτέλους, υπήρξε πρόοδος» και ότι «είναι εφικτή μια λύση win-win, η οποία να ικανοποιήσει και τις δυο πλευρές».
Η εφημερίδα της Ρώμης παρατηρεί, επίσης, ότι «επισήμως, το Βρετανικό Μουσείο υπογράμμισε ότι “δεν εννοεί να διαλύσει την συλλογή του”, αλλά δεν διέψευσε τη συνάντηση του προέδρου του, Όσμπορν, με τους Έλληνες».
Στο άρθρο της, η εφημερίδα υπενθυμίζει ότι τον περασμένο Αύγουστο, σύμφωνα με τον Observer, o υποδιευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Τζόναθαν Γουίλιαμς, δήλωσε ότι «το μουσείο του ήταν έτοιμο να μειώσει την όλη θερμοκρασία της συζήτησης» και ανακοίνωσε νέες συνομιλίες. Ιδίως μετά την παρότρυνση της Unesco, για επίλυση του θέματος, σε διεθνές και πολιτικό επίπεδο.
«Οι δυο χώρες, πέρα από την υπόθεση αυτή για την οποία οι Έλληνες υψώνουν τη φωνή από τη δεκαετία του σαράντα του περασμένου αιώνα, είχαν πάντα άριστες σχέσεις, ήδη από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στο παρελθόν, η Ελλάδα πρόσφερε την μεταφορά αρχαίων ευρημάτων που δεν βγήκαν ποτέ από τη χώρα, σε αντάλλαγμα της οριστικής επιστροφής των Μαρμάρων, όχι υπό την μορφή δανείου.
Μια πρόταση η οποία δεν έγινε δεκτή από το Ηνωμένο Βασίλειο και λόγω του ότι υπάρχει νόμος του κοινοβουλίου, ο οποίος απαγόρευσε, στο Βρετανικό Μουσείο, κάθε είδος υποχώρησης. Τουλάχιστο έως τώρα», καταλήγει η La Repubblica.