Από τη στιγμή που διασφάλισε το προεδρικό χρίσμα στις αρχές Ιουνίου, το ποσοστό αποδοχής της Κλίντον στους κύκλους του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά και μεταξύ των υποστηρικτών του, αυξήθηκε στο 71% σε σύγκριση με το 68% του Απριλίου και του Μαΐου.
Το ίδιο χρονικό διάστημα η δημοτικότητα του Τραμπ μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων βρίσκονταν κατά μέσο όρο στο 64% τον Ιούνιο, παραμένοντας σταθερή από το Μάιο, έναντι 54% και 56% το τρίμηνο που προηγήθηκε.
Παρά τη στασιμότητα που παρουσιάζει η δημοτικότητά τους σε παναμερικανικό επίπεδο, τόσο ο Τραμπ, όσο και η Κλίντον έχουν ενεργοποιήσει τη διαδικασία αποκατάστασης του πολιτικού προφίλ τους στο εσωτερικό των κομμάτων τους, καθώς προετοιμάζονται για την επίσημη ανάληψη του προεδρικού χρίσματος από τα κεντρικά συνέδρια των κομμάτων τους, τον επόμενο μήνα.
Στους Δημοκρατικούς, παρά το γεγονός ότι η Χίλαρι Κλίντον εξασφάλισε το προεδρικό χρίσμα από τις αρχές Ιουνίου δεν κατόρθωσε να οικοδομήσει το απαραίτητο πλαίσιο εμπιστοσύνης πάνω στην εξέλιξη αυτή, εξαιτίας της άρνησης του συνυποψηφίου της Μπέρνι Σάντερς να αποχωρήσει από την προεκλογική εκστρατεία.
Στους Ρεπουμπλικάνους, ο Τραμπ αξιοποίησε την πολιτική δυναμική του κατά το μήνα που διανύουμε, ενώ στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος βρίσκεται η προσπάθειά του, να διατηρήσει τη δυναμική αυτή, αλλά και να αναβαθμίσει την εικόνα του μεταξύ των ηγετικών κύκλων του κόμματος.
Σε γενικότερο πολιτικό επίπεδο, οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι έχουν χάσει έδαφος μεταξύ των ψηφοφόρων που δεν έχουν ιδιαίτερη πολιτική συμπάθεια για το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα. Υπό το γεγονός αυτό, η πολιτική επιρροή σε παναμερικανικό επίπεδο παραμένει σταθερή ή έχει μειωθεί.
Το μέσο ποσοστό δημοτικότητας για τη Χίλαρι Κλίντον από τότε που διασφάλισε το προεδρικό χρίσμα είναι στο 41%, έναντι 40% το Μάιο και 44% που ήταν το ποσοστό παναμερικανικής δημοτικότητας της Κλίντον τον Ιανουάριο.
Το μέσο ποσοστό αποδοχής του Τραμπ κατά το μήνα που διανύουμε είναι στο 31%, σε σύγκριση με 32% το Μάιο, έναντι ποσοστού 34% τον Ιανουάριο.
Στο μεταξύ κλιμακώνεται η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και του Ντόναλντ Τραμπ.
Μία ημέρα μετά την ομιλία που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ για το μεταναστευτικό, αλλά και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, επικρίνοντας στην ουσία τις πολιτικές επιλογές του Ομπάμα, Ο Αμερικανός πρόεδρος απάντησε κάνοντας σφοδρότατη κριτική:
“Πότε θα σταματήσει αυτό;” Αναρωτήθηκε. “Ο δολοφόνος του Ορλάντο, ένας από τους δολοφόνους του Σαν Μπερναντίνο κι ο δολοφόνος του Φορντ Χουντ, ήταν όλοι Αμερικανοί πολίτες. Θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά σε όλους τους Αμερικανούς-μουσουλμάνους; θα πρέπει να τους θέσουμε υπό ειδική παρακολούθηση; Θα πρέπει να εφαρμόζουμε διακρίσεις σε βάρος τους, εξαιτίας της πίστης τους;” αναρωτήθηκε ο Ομπάμα, σύμφωνα με το BBC.
Για να σχολιάσει στη συνέχεια, οι απόψεις αυτές “δεν είναι η Αμερική που θέλουμε.”
Ο πρόεδρος Ομπάμα θα έχει προγραμματισμένες κοινές εμφανίσεις με την Χίλαρι Κλίντον στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής πολιτικής υποστήριξης της υποψηφιότητας της κι αναμένεται να βρεθεί στο στόχαστρο σφοδρής κριτικής του Τραμπ, καθώς η πολιτική αντιπαράθεσή μεταξύ τους αναμένεται να κλιμακωθεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ , αναχωρούν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, αφού έπληξαν το πολιτικό προφίλ του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα σε δύο σημαντικά ζητήματα για την προοδευτική υστεροφημία του, αυτά της μετανάστευσης και της κλιματικής αλλαγής.
Πρόκειται για τη λήξη της τελευταίας εννεάμηνης θητείας του ανώτατου δικαστηρίου υπό τη διακυβέρνηση προέδρου των Δημοκρατικών, καθώς ο πρόεδρος Ομπάμα θα αναχωρήσει από το Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2017.
Η φετινή θητεία του δικαστηρίου στιγματίστηκε από τη μείωση του αριθμού των δικαστών κατά έναν, εξαιτίας του θανάτου του πρώην ανώτατου δικαστή, Άντονιν Σκαλία στις 13 Φεβρουαρίου. Ο θάνατος του δικαστή επηρέασε το αποτέλεσμα σημαντικών δικαστικών αποφάσεων. Σε τέσσερις αποφάσεις, μεταξύ αυτών και μία κρίσιμη απόφαση για το μεταναστευτικό, οι δικαστές ισοψήφισαν με 4-4, καθώς η πρόταση Ομπάμα για την τοποθέτηση του δικαστή Μέρικ Γκάρλαντ στη θέση του Σκαλία δεν έγινε αποδεκτή από τους Ρεπουμπλικάνους.
Οι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίστηκαν ότι με δεδομένη τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών το Νοέμβριο, ο διορισμός ενός ανώτατου δικαστή που έχει επιλεγεί από τον Ομπάμα δε θα είχε την απαιτούμενη θεσμική νομιμοποίηση στην περίπτωση εκλογής στην προεδρία των ΗΠΑ, του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου.
Η διακυβέρνηση Ομπάμα δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα την περασμένη Πέμπτη, όταν προσπάθησε να προστατεύσει τέσσερα εκατομμύρια μετανάστες από ενδεχόμενη απέλασή τους. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας 4-4 εμποδίζει τον πρόεδρο Ομπάμα να προχωρήσει στην υλοποίηση μεταναστευτικών μεταρρυθμίσεων πριν αποχωρήσει από την προεδρία των ΗΠΑ.
Ένα δεύτερο πλήγμα για την πολιτική Ομπάμα ήταν η αδυναμία του δικαστηρίου να αποφασίσει για την υιοθέτηση νομοθεσίας περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λύθο της στρατηγικής του, για την κλιματική αλλαγή.
Στον τομέα της υγείας, η διακυβέρνηση έχασε από τις χριστιανικές οργανώσεις έναντι της πρόβλεψης της για την ασφαλιστική κάλυψη της αντισύλληψης.
Η διακυβέρνηση Ομπάμα, εξαιτίας της σύνθεσης του δικαστηρίου, συνάντησε επίσης προβλήματα και στην αντιμετώπιση κρίσιμων υποθέσεων διαφθοράς.
Τα εκλογικά επιτελεία των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων προετοιμάζονται για τις κεντρικές διασκέψεις των δύο κομμάτων που θα διεξαχθούν τον επόμενο μήνα, ενώ Ντόναλντ Τραμπ και Χίλαρι Κλίντον καλούνται να επιλύσουν το πρόβλημα στασιμότητας στην παναμερικανική αποδοχή τους.
Το στάσιμο ποσοστό της δημοτικότητάς τους σε πολιτικό επίπεδο δηλώνει τον πρακτικό βαθμό αποδοχής των θέσεων που εκφράζουν από τους ψηφοφόρους, αλλά και τη στάθμισή τους ανάλογα με πραγματικά προβλήματα που απασχολούν την αμερικανική κοινωνία.
Οι πολιτικοί αναλυτές, με δεδομένη την εμμονή του Τραμπ στις προσωπικές επιθέσεις, αλλά και την πολιτική αποφασιστικότητα του Ομπάμα να έχει θετικό ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλιντον, αναμένουν κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ τους κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ πηγαίνει για θερινές διακοπές, ο διορισμός του νέου ανώτατου δικαστή αναμένεται να γίνει από το νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, που θα εκλεγεί την 8η Νοεμβρίου. Η υπόθεση αυτή έδωσε το πολιτικό στίγμα της αντιπαράθεσης μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, με το σημείο του ενδιαφέροντος να εντοπίζεται στον πολιτικό έλεγχο του Κογκρέσου.
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ